Κυριακή 6 Μαΐου 2018

Θέματα 2015: Απαντήσεις


Κοινωνική Ψυχολογία
1. Διατυπώστε τις υποθέσεις και το θεωρητικό πλαίσιο της έρευνας «Ιστορική μνήμη και εθνική ταυτότητα»
2. Αναλύστε τα αποτελέσματα ξεχωριστά για τους δύο πίνακες και σχολιάστε τα.
3. Τι συμπεράσματα προκύπτουν;

Σε μια έρευνα που πραγματοποιήθηκε εξετάστηκαν ποια είναι τα γεγονότα του παρελθόντος που τα μέλη μιας εθνικής ομάδας μοιράζονται και επιλέγουν να διατηρήσουν στη μνήμη τους ή επιθυμούν να ξεχάσουν ή να αποσιωπήσουν. Αναμένεται ότι τα γεγονότα που θυμούνται και αποσιωπούν οι δυο λαοί συντελούν στην κατασκευή μιας συνεκτικής εθνικής ταυτότητας.                                                                                                                            
Στην έρευνα συμμετείχαν φοιτητές από την Ελλάδα και τη Γερμανία, που απάντησαν σε ένα ερωτηματολόγιο σχετικά με τον τρόπο που σκέφτονται για το παρελθόν. Οι δύο βασικές διαστάσεις που προέκυψαν από την έρευνα ήταν η μνήμη και η λήθη, η κάθε μία από τις οποίες σχετιζόταν με σημαντικά γεγονότα και προσωπικότητες της κάθε εθνικής ομάδας.
Η κοινωνία διατηρεί σχέσεις με το παρελθόν, το οποίο αφήνει ίχνη στο παρόν. Η κοινωνική μνήμη, που αφορά τις αναπαραστάσεις των κοινωνικών υποκειμένων για ένα κοντινό ή μακρινό παρελθόν, αναδύεται από τις μαρτυρίες της ιστορίας, τις αφηγήσεις, τις συνήθειες, τις παραδόσεις, τον λόγο και τις χειρονομίες. Όλα αυτά αποτελούν στρατηγικές ενθύμησης του ιστορικού παρελθόντος. Η κοινωνική μνήμη χαρακτηρίζεται από τη μεταβίβαση της γνώσης των γεγονότων που καθόρισαν την εξέλιξη της κοινωνίας.
Η μνήμη αποτελεί μια συν-κατασκευή, μια συν-οικοδόμηση του παρελθόντος στο παρόν, στην οποία συμμετέχουν τα άτομα και οι ομάδες, η κοινωνία και οι θεσμοί, οι ενδοατομικές και οι κοινωνικές λειτουργίες, όπου οι δύο πλευρές μεταξύ τους διατηρούν μια συνεχή συγκρουσιακή ή αλληλεπιδρασιακή σχέση. Η μνήμη δεν είναι ατομική καθώς δέχεται επιδράσεις από την κοινωνική εμπειρία, επομένως, δεν υπάρχει ατομική μνήμη χωρίς κοινωνική εμπειρία, ούτε συλλογική μνήμη χωρίς τη συμμετοχή των ατόμων στην κοινότητα.
Οι κοινωνικές μνήμες και οι κοινωνικές αναπαραστάσεις αποτελούν δύο φαινόμενα με κοινά χαρακτηριστικά και διαδικασίες. Πρόκειται για μορφές της κοινωνικής σκέψης, μορφές κοινωνικής και συμβολικής κατασκευής της πραγματικότητας. Οι κοινωνικές αναπαραστάσεις συνδέονται με την κοινωνική μνήμη καθώς η τελευταία συγκροτεί τον κεντρικό πυρήνα των αναπαραστάσεων. Έτσι, οι αναπαραστάσεις χαρακτηρίζονται από ιστορικότητα, ενώ η σχέση είναι διπλής κατεύθυνσης: από τις κοινωνικές αναπαραστάσεις προς τη μνήμη και από τη μνήμη προς τις κοινωνικές αναπαραστάσεις.
Μία από τις πιο σημαντικές κοινωνικές ταυτότητες είναι η εθνική ταυτότητα, την οποία μοιράζονται τα κοινωνικά υποκείμενα ενός έθνους, ενώ συνδέεται με την ιστορική μνήμη ή τις κοινωνικές αναπαραστάσεις του ιστορικού παρελθόντος. Η ταυτότητα και η μνήμη είναι άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους, καθώς η μία καθορίζει την άλλη. Η ατομική ή κοινωνική ταυτότητα αποτελεί μια μορφή γνώσης που κατασκευάζουν τα κοινωνικά υποκείμενα για τον εαυτό τους, τους άλλους και τις μεταξύ τους σχέσεις. Η κοινωνική ταυτότητα ενσωματώνει, συμπυκνώνει και εκφράζει τη σχέση του ατόμου ή της ομάδας με την κοινωνική πραγματικότητα, ενώ συνθέτει και το κοινωνιοψυχολογικό πλαίσιο μέσω του οποίου γίνεται αντιληπτός ο κόσμος. Η κατασκευή της ταυτότητας υποστηρίζεται από τη μνήμη, που φιλτράρει τα γεγονότα του παρελθόντος και διατηρεί αυτά που διασφαλίζουν την ενδοομαδική συνοχή και τη θετική κοινωνική ταυτότητα. Η μνήμη προσδιορίζει τι θυμούνται οι άνθρωποι και τι ξεχνούν ή αποσιωπούν από το παρελθόν. Μνήμες και ταυτότητες διατηρούν μια αμφίδρομη και διαλεκτική σχέση, καθώς οι μνήμες κατασκευάζουν ταυτότητες και οι ταυτότητες μνήμες.
Οι Έλληνες φοιτητές αναφέρθηκαν κυρίως σε ιστορικά και πολιτικο-οικονομικά γεγονότα του 20ου αιώνα, όπως η Μικρασιατική Καταστροφή, η αντίσταση του ’40, η Κατοχή, η Βασιλεία, ο Εμφύλιος πόλεμος, η δικτατορία, η εξέγερση του Πολυτεχνείου, το Κυπριακό και η ένταξη της Ελλάδα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ακόμη αναφέρθηκαν σε γεγονότα του μακρινού παρελθόντος, όπως ο αρχαίος πολιτισμός, ο χρυσός αιώνας, ο Μέγας Αλέξανδρος, η έξοδος του Μεσολογγίου και η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, καθώς και αθλητικά γεγονότα, όπως οι Ολυμπιακοί αγώνες και το Euro 2004. Από την άλλη μεριά, οι Γερμανοί φοιτητές αναφέρθηκαν στον Α’ και Β’ Παγκόσμιο πόλεμο, την πτώση του τείχους, την ένωση της Γερμανίας, την Ευρωπαϊκή Ένωση, το Χίτλερ και την πρώτη γυναίκα καγκελάριο. Ακόμη, αναφέρθηκαν στην οικονομία, το ρατσισμό, τα θρησκευτικά γεγονότα, τις φυσικές καταστροφές και το Μουντιάλ 2006. Κοινή αναφορά των Ελλήνων και των Γερμανών ήταν οι παγκόσμιοι πόλεμοι.
Και για τις δύο ομάδες στα γεγονότα λήθης υπήρχαν ιστορικά γεγονότα για τα οποία δεν ήταν υπερήφανοι καθώς ήταν ιδιαίτερα τραυματικά για τους ίδιους και χαρακτηρίζονταν από σιωπές. Έτσι, οι Γερμανοί εμφάνισαν λήθη για τους παγκόσμιους πολέμους, τον Χίτλερ, την τρομοκρατία, τους πολιτικούς και την πολιτική και διάφορα θρησκευτικά γεγονότα. Τα γεγονότα που οι Έλληνες επιθυμούσαν να ξεχάσουν ήταν η Άλωση της Κωνσταντινούπολης, η Τουρκοκρατία, η Μικρασιατική Καταστροφή, η Κατοχή, ο Εμφύλιος πόλεμος, το Κυπριακό, η Δικτατορία και η Βασιλεία. Δεν βρέθηκαν διαφοροποιήσεις ως προς το φύλο, καθώς άνδρες και γυναίκες έδωσαν κοντινές μεταξύ τους απαντήσεις.
Η ιστορία φαίνεται πως παίζει σημαντικό ρόλο στην κατασκευή της εθνικής ταυτότητας μιας ομάδας. Αντανακλά τόσο τη σχέση της ομάδας με το παρελθόν όσο και τη σημασία που αποδίδουν τα μέλη της σε αυτό. Η ιστορική μνήμη εφοδιάζει τα άτομα με αφηγήσεις αναφορικά με τις απαρχές της ομάδας τους, ενώ μεταβιβάζει στις επερχόμενες γενιές γεγονότα του παρελθόντος, αρνητικά ή θετικά, που καθορίζουν την ύπαρξη του έθνους και προσδιορίζουν το περιεχόμενο της εθνικής ταυτότητας. Τα μέλη μιας εθνικής ομάδας κατασκευάζουν ένα συνεκτικό κοινό ιστορικό παρελθόν μνήμης και λήθης χρήσιμο, επικοινωνιακό και αυτοΰπαρξης έναντι των άλλων. Η ιστορική μνήμη είναι επιλεκτική, με στόχο την εξασφάλιση της θετικής εικόνας της εθνικής ενδοομάδας. Το παρελθόν οικοδομείται με βάση τις ανάγκες του παρόντος. Τα ευρήματα της παρούσας έρευνας έδειξαν ότι στο αναπαραστασιακό περιεχόμενο της μνήμης καταγράφονται τα ιστορικά γεγονότα που είχαν θετικές συνέπειες για την Ελλάδα και τη Γερμανία, ενώ στο αντίστοιχο της λήθης τα αρνητικά. Οι συμμετέχοντες θυμούνται περισσότερο τις ένδοξες στιγμές και ξεχνούν τις ταπεινωτικές και τραυματικές εμπειρίες, με κύριο στόχο τη διασφάλιση της θετικής εικόνας στο παρόν.



Μέθοδοι Έρευνας
Για ποιους λόγους οι ερευνητές χρησιμοποιούν την αντιστοιχισμένη ομάδα ελέγχου στους ερευνητικούς σχεδιασμούς;

Η ομάδα ελέγχου είναι παράγοντας κεφαλαιώδους σημασίας στην υλοποίηση μιας έρευνας, επειδή παρέχει μια βάση σύγκρισης με την πειραματική ομάδα. Οι ομάδες ελέγχου αποτελούνται από συμμετέχοντες οι οποίοι δεν τυγχάνουν καμιάς παρέμβασης κατά τη διάρκεια της έρευνας. Η τελική μέτρηση της πειραματικής ομάδας. Χωρίς τη χρήση ομάδας ελέγχου υπάρχει ο κίνδυνος οι αλλαγές που παρατηρούνται στην πειραματική ομάδα να αποδίδονται εσφαλμένα στην ανεξάρτητη μεταβλητή, ενώ στην πραγματικότητα οφείλονται σε άλλους παράγοντες.
Η αντιστοιχισμένη ομάδα ελέγχου συγκροτείται με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε μέλος της να έχει το ισοδύναμο ή το αντίστοιχό του στην πειραματική ομάδα. Εξασφαλίζεται, δηλαδή, ατομική αντιστοιχία κάθε μέλους (παρόμοια χαρακτηριστικά με εκείνα των μελών της πειραματικής ομάδας). Αυτό διασφαλίζει ότι αν για κάποιο λόγο φύγει κάποιος από την πειραματική ομάδα και αλλάξει η αρχική της σύνθεση και κατανομή, θα μπορεί να εξαιρεθεί και ο αντίστοιχος συμμετέχων από την ομάδα ελέγχου. Κατ’ αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται η ισοδυναμία των δύο ομάδων και αποσοβείται ο κίνδυνος να υπάρχουν ανόμοια δείγματα λόγω της ανόμοιας θνησιμότητας των συμμετεχόντων.


Κλινική Ψυχολογία
1. Πώς οι προβολικές τεχνικές αξιολόγησης διαφέρουν από τα ερωτηματολόγια προσωπικότητας και ψυχοπαθολογίας όσον αφορά τη θεωρητική βάση, τη δομή, τους τρόπους χορήγησης και αξιολόγησης των απαντήσεων του θεραπευόμενου.
2. Επιλέξτε ένα προβολικό τεστ και ένα ερωτηματολόγιο προσωπικότητας και ψυχοπαθολογίας και συγκρίνετέ τα με βάση την ψυχομετρική αξιοπιστία και εγκυρότητα εννοιολογικής κατασκευής των αποτελεσμάτων.
3. Πολλοί κλινικοί ψυχολόγοι χρησιμοποιούν τακτικά μεθόδους με χαμηλούς σχετικά δείκτες ψυχομετρικής αξιοπιστίας και εγκυρότητας. Πώς δικαιολογούν αυτή την τακτική; Αναπτύξτε ένα αντίλογο και τη δικιά σας τεκμηριωμένη άποψη για τη σημασία των ψυχομετρικών ιδιοτήτων των δοκιμασιών που χρησιμοποιούνται στην πρακτική της κλινικής ψυχολογίας.

1. Οι προβολικές τεχνικές αξιολόγησης επιτρέπουν την εξαγωγή συμπερασμάτων για το άτομο, προσφέροντας μια σφαιρική προσέγγιση για την αξιολόγηση της προσωπικότητας. Μέσα από τις προβολικές τεχνικές εξετάζεται η προσωπικότητα σαν ενιαίο σύνολο και δεν παρέχεται μέτρηση για μεμονωμένα και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του ατόμου. Ο εξεταστής καταγράφει με ακρίβεια τις απαντήσεις που δίνει ο εξεταζόμενος βλέποντας κάθε φορά μια κάρτα που περιλαμβάνει τα ερεθίσματα ώστε να αφηγηθεί μια ιστορία, ενώ παράλληλα θα πρέπει να καταγράφει τον τρόπο που συμπεριφέρεται και αντιδρά, τις κινήσεις του σώματος και τους μορφασμούς του προσώπου, τις παύσεις και το ύφος του. Τα δεδομένα που συλλέγονται δεν μπορούν να ποσοτικοποιηθούν. Η ερμηνεία των απαντήσεων στηρίζεται στην ποιοτική ανάλυση των ιστοριών και κυρίως στην ψυχοδυναμική προσέγγιση. Το κεντρικό θέμα που απασχολεί το άτομο φαίνεται μέσα από τη συχνότητα εμφάνισης στις ιστορίες που περιγράφει, την δραματική ένταση και το ύφος που χρησιμοποιεί. Η ανάλυση του θέματος θα γίνει σε περιγραφικό, ερμηνευτικό, διαγνωστικό, συμβολικό και αναλυτικό επίπεδο, ενώ ο εξεταστής αναζητά τους μηχανισμούς άμυνας που χρησιμοποιεί το άτομο και τις συγκρούσεις που βιώνει.
Αντίθετα, τα ερωτηματολόγια προσωπικότητας είναι δομημένα ερωτηματολόγια με ερωτήσεις κλειστού τύπου, που έχουν σταθμιστεί στο συγκεκριμένο πληθυσμό και μπορούν να ελεγχθούν με βάση πρότυπους βαθμούς. Σε κάθε ερώτηση- δήλωση ο εξεταζόμενος επιλέγει μέσα από μια πενταβάθμια ή επταβάθμια κλίμακα τύπου Likert και τα δεδομένα μπορούν να ποσοτικοποιηθούν, δίνοντας συγκεκριμένους δείκτες για κάθε παράγοντα που μετρούν. Τα ερωτηματολόγια προσωπικότητας στηρίζονται σε συγκεκριμένες θεωρίες προσωπικότητας, όπως η θεωρία των πέντε παραγόντων, εστιάζοντας στην ανάδυση των κυρίαρχων χαρακτηριστικών. Η ερμηνεία των απαντήσεων δίνεται μέσα από τα ευρήματα της στατιστικής ανάλυσης για κάθε παράγοντα που μετράει το ερωτηματολόγιο. Η εφαρμογή ίδιων διαδικασιών εξέτασης για κάθε άτομο διασφαλίζει ότι σε κάθε εξεταζόμενο έχουν τεθεί οι ίδιες ερωτήσεις με τον ίδιο τρόπο. Αυτό δίνει τη δυνατότητα να αξιολογήσει την κατάσταση του ατόμου κάτω από καθορισμένες συνθήκες και να την συγκρίνει με τις βαθμολογίες άλλων ανθρώπων. Είναι αντικειμενικά τεστ, που η χορήγηση και η βαθμολόγηση έχουν σταθμιστεί, ενώ έχουν υψηλότερα επίπεδα εγκυρότητας και αξιοπιστίας σε σύγκριση με τα προβολικά τεστ, τα οποία απαιτούν μεγαλύτερη ευελιξία στη χορήγησή τους και στηρίζονται στην ικανότητα του βαθμολογητή να κρίνει ορθά τις απαντήσεις που δίνουν οι ερωτώμενοι στο τεστ.
2. Ένα προβολικό τεστ που χρησιμοποιείται στο χώρο της κλινικής ψυχολογίας είναι το TAT (Thematic Apperception Test), το οποίο περιλαμβάνει κάρτες με αόριστες ή διφορούμενες ασπρόμαυρες εικόνες διαφόρων μορφών και το άτομο καλείται να αφηγηθεί τι συμβαίνει, ποια γεγονότα οδήγησαν στο συμβάν, τι σκέφτονται και αισθάνονται οι χαρακτήρες και τι πρόκειται να συμβεί. Πρόκειται για ένα τεστ που περιγράφει χαρακτηριστικά της προσωπικότητας και συμπτώματα ψυχοπαθολογίας, ενώ επιτρέπει το άτομο να αποκαλύψει πληροφορίες για τον εαυτό του. Το συγκεκριμένο τεστ είναι μια ημιδομημένη τεχνική αφήγησης ιστοριών, που στηρίζεται στη συνειρμική τεχνική.
Ένα ερωτηματολόγιο προσωπικότητας που χρησιμοποιείται στο χώρο της κλινικής ψυχολογίας είναι το MMPI. Πρόκειται για ερωτηματολόγιο αυτοαναφοράς, στο οποίο το άτομο καλείται να επιλέξει την απάντηση που το αντιπροσωπεύει περισσότερο. Χρησιμοποιεί κλινικές κλίμακες- υποχονδρία, κατάθλιψη, υστερία, ψυχοπαθητική εκτροπή, αρρενωπότητα- θηλυκότητα, παράνοια, ψυχασθένεια, σχιζοφρένεια, υπομανία, κοινωνική ενδοστρέφεια.
Το ερωτηματολόγιο προσωπικότητας έχει κατασκευαστεί και σταθμιστεί στον πληθυσμό στον οποίο χορηγείται και η βαθμολόγησή του στηρίζεται σε συγκεκριμένες νόρμες. Εμφανίζει υψηλή αξιοπιστία για τα ερωτήματα κάθε παράγοντα δείχνοντας ότι υπάρχει εσωτερική συνοχή των ερωτημάτων, ενώ έχει και υψηλή εγκυρότητα εννοιολογικής κατασκευής, καθώς τα ερωτήματα μετρούν αυτό για το οποίο κατασκευάστηκαν, ενώ στηρίζονται στον εννοιολογικό ορισμό των παραγόντων που μετρούν. Αντίθετα, τα προβολικά τεστ φέρουν υψηλά επίπεδα υποκειμενικότητας ως προς την βαθμολόγηση και ερμηνεία των δεδομένων, με αποτέλεσμα να μειώνεται η αξιοπιστία και η εγκυρότητα. Είναι σημαντικό ο εξεταστής να γνωρίζει αρκετά καλά το τεστ και τη διαδικασία χορήγησης και αξιολόγησης, καθώς μπορεί να επηρεάσει την εγκυρότητα και αξιοπιστία του τεστ.
3. Ο ψυχολόγος αφού εξετάσει το άτομο και συλλέξει πληροφορίες μέσα από τα ψυχοδιαγνωστικά εργαλεία και την παρατήρηση καθώς και τη συνέντευξη θα πρέπει να περιγράψει το άτομο στην έκθεση που θα συντάξει. Ο ψυχολόγος δεν δίνει απλώς τη βαθμολογία στο τεστ ή μια βιαστική ανάλυση των αποτελεσμάτων. Απαιτείται μια λεπτομερή ανάλυση και περιγραφή των αποτελεσμάτων του τεστ και της κλινικής εξέτασης. Ο ψυχολόγος θα πρέπει αφού διεξαχθεί η ψυχολογική εξέταση και ολοκληρωθεί η χορήγηση του τεστ ή των τεστ να συντάξει την επίσημη αναφορά. Σκοπός της ψυχολογικής εξέτασης στο πλαίσιο της κλινικής διάγνωσης είναι η δημιουργία μιας περιγραφής του ατόμου, που θα συμβάλλει στη διάγνωση και την εξαγωγή συμπερασμάτων. Τα τεστ ακόμη και όταν έχουν χαμηλούς δείκτες ψυχομετρικής αξιοπιστίας και εγκυρότητας χρησιμοποιούνται συμπληρωματικά στην κλινική συνέντευξη που διεξάγει ο ψυχολόγος. Επομένως, τα αποτελέσματα των τεστ είναι συμπληρωματικά για τη διάγνωση και την αξιολόγηση.
Η κατάλληλη χρήση των ψυχολογικών τεστ για την κλινική διάγνωση απαιτεί κάτι περισσότερο από τεχνικές γνώσεις για τη διαδικασία χορήγησης και βαθμολόγησης. Επειδή η επιλογή των κατάλληλων τεστ και η ερμηνεία των αποτελεσμάτων του απαιτούν μια εκτεταμένη κατανόηση της φύσης της ψυχοπαθολογίας και της επιστήμης της ατομικής συμπεριφοράς, ως ελάχιστη απαίτηση θεωρείται η συμπλήρωση κάποιου επαγγελματικά καταξιωμένου μεταπτυχιακού προγράμματος εκπαίδευσης στην κλινική ψυχολογία ή στην κλινική- παιδαγωγική ψυχολογία. Όλοι οι ψυχολόγοι που χρησιμοποιούν ψυχοδιαγνωστικά τεστ για κλινική διάγνωση πρέπει να διαθέτουν εκτεταμένες γνώσεις της πειραματικής επιστήμης της ατομικής συμπεριφοράς, των ψυχολογικών θεωριών της προσωπικότητας και της ψυχοπαθολογίας, της ανάπτυξης της συμπεριφοράς, της κλινικής νευροψυχολογίας, της στατιστικής και της ψυχομετρικής θεωρίας.
Τα ψυχομετρικά τεστ παρέχουν μια μέτρηση ή μια ποσοτική περιγραφή της συμπεριφοράς ενός ατόμου και μια εκτίμηση του πόσο συνηθισμένες ή σπάνιες είναι τέτοιες μετρήσεις, αλλά δεν δίνουν ειδικές πληροφορίες για την αντιστοιχία ή το νόημα μιας μέτρησης της συμπεριφοράς για το κάθε άτομο ξεχωριστά. Οι ψυχομετρικές συγκρίσεις μας πληροφορούν για την πιθανή θέση ενός ατόμου μέσα σε έναν πληθυσμό και μας δείχνουν τη μέση αξιοπιστία και το νόημα παρόμοιων μετρήσεων, αλλά δεν παρέχουν αξιολόγηση της συνέπειες της μέτρησης ενός ατόμου, ούτε της ακρίβειας των ατομικών διαγνωστικών συμπερασμάτων που βασίζονται σε αυτή.
Ένας δεύτερος περιορισμός των τεστ είναι ότι, ενώ παρέχουν περιγραφές συμπεριφοράς, δεν προσφέρονται για άμεση παρατήρηση γεγονότων που ενδεχομένως να αποτελούν αφορμές της περιγραφόμενης συμπεριφοράς, ούτε παρέχουν κάποιο τρόπο αξιολόγησης της ορθότητας των υποθέσεων που αφορούν τις αιτίες της συμπεριφοράς. Βοηθούν τον ψυχολόγο να αναγνωρίσει πρότυπα συμπεριφοράς που χρήζουν θεραπείας, αλλά δεν του λένε πως αυτά τα πρότυπα ενδεχομένως σχετίζονται με τις πρόσφατες συνθήκες του ατόμου. Οι συνθήκες της ψυχομετρικής εξέτασης είναι σταθερές και σταθμισμένες και παρέχονται από τον εξεταστή. Ως προσεκτικά επιλεγμένα δείγματα συνθηκών, ίσως παρέχουν μια ένδειξη για το τι κάνει συχνά το άτομο, αλλά όχι και για το τι του συμβαίνει, ούτε για το τι κάνει αυτός ή αυτή όταν αλλάξουν οι καθημερινές περιστάσεις.
Ενώ κάποιες φορές λέγεται ότι οι ψυχομετρικές μέθοδοι και οι μέθοδοι εκτίμησης της συμπεριφοράς είναι αντίθετες, πολλοί κλινικοί ψυχολόγοι τις θεωρούν συμπληρωματικές. Οι διαδικασίες ψυχομετρικής και συμπεριφορικής εκτίμησης μπορεί να θεωρηθούν ότι παρέχουν διαφορετικά είδη πληροφοριών για έναν πελάτη. Τα ψυχομετρικά τεστ δείχνουν μέσω συγκρίσεων με νόρμες κατά πόσο ένα άτομο φαίνεται να έχει κάποια ασυνήθιστα χαρακτηριστικά, που σχετίζονται κατά μέσο όρο με δυσκολίες που αφορούν τις απαιτήσεις της κοινωνικής ζωής. Οι διαδικασίες εκτίμησης της συμπεριφοράς παρέχουν μια εκτίμηση της σταθερότητας και των διαφορών της ατομικής συμπεριφοράς σε διαφορετικές περιόδους ή καταστάσεις και μια εκτίμηση της σχέσης μεταξύ της συμπεριφοράς και των στοιχείων των συνθηκών της ατομικής ζωής.
Έτσι, οι ψυχομετρικές διαδικασίες ίσως είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στην αρχική αξιολόγηση και αναγνώριση ενός παθολογικού στοιχείου της συμπεριφοράς, ενώ μια περισσότερο εντατική ανάλυση της σχέσης μεταξύ ατομικής συμπεριφοράς και περιστάσεων μπορεί να θεωρηθεί απαραίτητη προκειμένου να αναπτυχθεί μια ειδική προσωπική άποψη για τη θεραπεία της αναγνωρισμένης συνθήκης και προκειμένου να παρακολουθηθούν τα αποτελέσματα της θεραπείας, έτσι ώστε αυτή να μπορεί να προσαρμοστεί στις απαιτήσεις της κάθε περίπτωσης. Οι ψυχομετρικές διαδικασίες μπορεί να είναι ιδιαίτερα χρήσιμες στην αρχή της καριέρας ενός κλινικού ψυχολόγου, εάν η εμπειρία του είναι ανεπαρκής για να διακρίνει λεπτά σημάδια ψυχοπαθολογικών καταστάσεων. Επιπλέον, οι ψυχομετρικές διαδικασίες πιθανόν να είναι ιδιαίτερα χρήσιμες κάθε φορά που ο χρόνος ενός ψυχολόγου με έναν πελάτη είναι περιορισμένος. Ο κλινικός ψυχολόγος που κατανοεί τη συνεισφορά αλλά και τους περιορισμούς των δύο ειδών μετρήσεων μπορεί να χρησιμοποιεί και τις δύο μεθόδους χωρίς θεωρητική σύγκρουση, καλύπτοντας την ελλιπή εγκυρότητα και αξιοπιστία των ψυχομετρικών εργαλείων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου