Κυριακή 6 Μαΐου 2018

Θέματα 2014: Απαντήσεις


Κλινική Ψυχολογία
Πώς ένα ουδέτερο ερέθισμα μπορεί να προκαλέσει συναίσθημα φόβου ή ντροπής και να εξαλειφθεί με βάση την κλασική θεωρία του συμπεριφορισμού. Ύστερα με τους ίδιους όρους, να αναφέρετε με βάση την ψυχαναλυτική και την προσωποκεντρική προσέγγιση το ίδιο φαινόμενο.
(Μέλλον, «Ψυχολογία της συμπεριφοράς», σ. 134-141)
Παρότι η συστηματική απευαισθητοποίηση είναι μια αποτελεσματική θεραπεία, υπάρχουν εξαρτημένα αντανακλαστικά φόβου που δεν φαίνονται να αποδυναμώνονται με το είδος της έκθεσης στο προκλητικό ερέθισμα που η τεχνική αυτή προσφέρει. Συγκεκριμένα, οι άνθρωποι που έχουν βιώσει ακραία τραυματικά γεγονότα για παρατεταμένα χρονικά διαστήματα φαίνεται ότι έχουν αποκτήσει αντανακλαστικά φόβου τα οποία δεν αλλάζουν με τη σύντομη έκθεσή τους σε σχετικά αδύναμα εξαρτημένα προκλητικά ερεθίσματα που παρουσιάζονται στη συστηματική απευαισθητοποίηση. Τα εξαρτημένα προκλητικά ερεθίσματα φόβου ανθρώπων που έχουν βιώσει βιασμό, βασανισμούς, πολεμικές ή άλλες ακραία απειλητικές φυσικές ή τεχνητές καταστροφές, όπως ένα ναυάγιο ή μια πυρκαγιά, δεν χάνουν την προκλητική δύναμη με τη συστηματική απευαισθητοποίηση επειδή απαιτείται μεγαλύτερη επαφή με το εξαρτημένα προκλητικό ερέθισμα για α προκληθεί μια τόσο μεγάλη εξαρτημένη αντίδραση. Στη λεγόμενη διαταραχή 
Η θεραπεία παρατεταμένης έκθεσης περιλαμβάνει προοδευτική χαλάρωση, όπως στη συστηματική απευαισθητοποίηση, αλλά αντί να παρουσιάζονται σύντομες και ιεραρχημένα προκλητικές περιγραφές από τις οποίες ο θεραπευόμενος μπορεί να φύγει σηκώνοντας ένα δάχτυλο, οι περιγραφές των φοβικών συνθηκών είναι έντονες αναπαραστάσεις των τραυματικών γεγονότων και συνήθως διαρκούν για 60 ή 90 λεπτά της ώρας. Η απεικόνιση είναι όσο το δυνατόν πιο ανάγλυφη και ο θεραπευόμενος συμμετέχει στην περιγραφή των συναισθημάτων και των φαντασιώσεών του. Η έκθεση στα έντονα προκλητικά ερεθίσματα για αντιδράσεις φόβου μπορεί να πραγματοποιηθεί ψηφιακά, δηλαδή με την τεχνολογία της εικονικής πραγματικότητας.
Η θεραπεία παρατεταμένης έκθεσης δεν μηδενίζει την προκλητική δύναμη των εξαρτημένων ερεθισμάτων, εφόσον υπάρχει η αυθόρμητη ανάκτηση αντανακλαστικών μετά από την απόσβεσή τους. Η παρατεταμένη έκθεση φαίνεται να είναι αποτελεσματική στην αποδυνάμωση φόβων μετά από ψυχοτραυματικό στρες. Υπάρχει επίσης ένδειξη ότι στην απόσβεση αντανακλαστικών φόβου η παρατεταμένη έκθεση στο εξαρτημένα προκλητικό ερέθισμα είναι πιο αποτελεσματική από τη χρονικά κατανεμημένη έκθεση, όπως συμβαίνει στη συστηματική απευαισθητοποίηση. 

Η απόσβεση εξαρτημένων αντανακλαστικών στην ψυχαναλυτική και προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία
Η συστηματική απευαισθητοποίηση και η θεραπεία παρατεταμένης έκθεσης ανήκουν σε μια γενική προσέγγιση της κλινικής ψυχολογίας, που είναι γνωστή ως θεραπεία συμπεριφοράς. Στη θεραπεία συμπεριφοράς ο θεραπευτής πρέπει να είναι πιο ενεργητικός και κατευθυντικός, ενώ η θεραπεία είναι πιο άμεση, πιο σύντομη και λιγότερο ερμηνευτική. Οι αρχές που προκύπτουν από την εκτεταμένη πειραματική ανάλυση της συμπεριφοράς όμως δεν μας πληροφορούν για την κατάλληλη ταχύτητα της θεραπείας ή την αρμόζουσα ενεργητικότητα του θεραπευτή- υποτίθεται ότι τέτοιοι παράγοντες μεταβάλλονται από το ένα περιστατικό στο άλλο. Η επιστημονική ερμηνεία αιτιών όταν αυτές δεν μπορούν να παρατηρηθούν, θεωρείται αναγκαία στη νατουραλιστική επιστήμη της συμπεριφοράς. Αντί να προτείνουμε τη μια ή την άλλη προσέγγιση ψυχοθεραπείας, στη συμπεριφοριστική θεωρία και στην πειραματική ανάλυση της συμπεριφοράς προσπαθούμε να καταλάβουμε την αποτελεσματικότητα και τις αδυναμίες των παρεμβάσεων όλων των ψυχοθεραπευτικών προσεγγίσεων. Ο συμπεριφορισμός δεν είναι μια θεραπευτική προσέγγιση αλλά ένας τρόπος κατανόησης της αποτελεσματικότητας οποιασδήποτε θεραπευτικής προσέγγισης.
Ακόμα και όταν ο κλινικός ψυχολόγος δεν χρησιμοποιεί την τεχνική της συστηματικής απευαισθητοποίησης, η απόσβεση των εξαρτημένων αντανακλαστικών αποτελεί σημαντικό μέρος της ψυχοθεραπείας. Συχνά, οι ψυχοθεραπευόμενοι συγκινούνται πολύ όταν αρχίζουν να μιλούν για τα προβλήματά τους. Οι ίδιες οι λέξεις που χρησιμοποιούν για να περιγράψουν τα προβλήματά τους είναι δυνατόν να τους προκαλέσουν άγχος. Μπορεί να ντρέπονται, μπορεί να αισθάνονται άσχημα να μιλήσουν ελεύθερα ή μπορεί να φοβούνται να μιλήσουν λόγω των προηγούμενων εμπειριών τους. Ο ψυχοθεραπευτής πρέπει να προσπαθήσει να αναγνωρίσει τα σχετικά γεγονότα και να οργανώσει τις συνθήκες της θεραπείας έτσι ώστε να ευνοούν την αποδυνάμωση των προβληματικών αντανακλαστικών. Πρέπει να ετοιμάσει την κατάλληλη έκθεση σε αυτά τα εξαρτημένα ερεθίσματα και να διασφαλίσει ότι δεν συσχετίζονται με άλλα ερεθίσματα που προκαλούν φόβο ή δυσαρέσκεια.
Αυτό σημαίνει ότι ο ψυχοθεραπευτής πρέπει να αποφύγει να φανεί επικριτικός, σοκαρισμένος ή αποδοκιμαστικός, και να δώσει στο θεραπευόμενο επρκή χρόνο να παρουσιάσει τα προβλήματά του, μέχρις ότου πάψει να τα φοβάται ή να ντρέπεται για αυτά. Μια αυθεντικά θερμή, υποστηρικτική, προσεκτική, υπομονετική και, κυρίως, μη επικριτική σχέση με το θεραπευτή αποτελεί ουσιαστική συνιστώσα του θεραπευτικού περιβάλλοντος, διότι βοηθά στην αποδυνάμωση αντανακλαστικών που μπορεί να αναστείλουν την πρόοδο της ανάλυσης.
Οι παραδοσιακές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις προσφέρουν τέτοιες συνθήκες με διαφορετικούς τρόπους. Στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία του Freud ο θεραπευόμενος καθοδηγείται να μιλά- να λέει αυτόματα ότι σκεφτεί, χωρίς να το αλλάζει (ελεύθερος συνειρμός). Αργά ή γρήγορα ο θεραπευόμενος θα αρχίσει να μιλά για τα πράγματα που του προκαλούν έντονες αντιδράσεις και οι λέξεις που λέει του προκαλούν έντονες αντιδράσεις στο γραφείο του ψυχολόγου. Σε αντίθεση με τη συστηματική απευαισθητοποίηση, στην ψυχαναλυτική προσέγγιση τα εξαρτημένα προκλητικά ερεθίσματα των ανώτερων τάξεων παρουσιάζονται στο θεραπευόμενο από τον ίδιο και όχι από τον θεραπευτή. και στις δύο προσεγγίσεις τα ερεθίσματα που έχουν συσχετιστεί με προκλητικά ερεθίσματα παρουσιάζονται μόνα τους και βαθμιαία χάνουν την εξαρτημένη προκλητική ικανότητά τους.
Στην πορεία της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας, ο θεραπευόμενος συχνά κατά την παρουσία του θεραπευτή βιώνει συναισθήματα τα οποία δεν ερμηνεύονται σε σχέση με τη συμπεριφορά του τελευταίου. Μπορεί να νιώθει θυμό, μίσος, έντονη αγάπη ή ερωτικά συναισθήματα για το θεραπευτή, παρότι εκείνος δεν έκανε ποτέ τίποτα από αυτά που συνήθως προκαλούν τέτοιες αντιδράσεις. Τα συναισθήματα αυτά αποτελούν αντιδράσεις που προκλήθηκαν από τη συμπεριφορά άλλων σημαντικών προσώπων στη ζωή του θεραπευόμενου, ενώ ο θεραπευτής μπορεί να μη μοιάζει με αυτά τα σημαντικά πρόσωπα, η γενίκευση εξαρτημένων αντανακλαστικών στο πρόσωπό του επηρεάζεται από τις περιγραφές σχετικών γεγονότων από το θεραπευόμενο. Εξάλλου, ο θεραπευτής είναι η μόνη ανθρώπινη παρουσία και τα προσωπικά χαρακτηριστικά του δεν αναστέλλουν τη γενίκευση συναισθημάτων σε σχέση με άλλα σημαντικά άτομα στη ζωή του θεραπευόμενου λόγω της θέσης του εκτός του οπτικού πεδίου του θεραπευόμενου.
Στην ψυχανάλυση η γενίκευση συναισθημάτων από σημαντικά πρόσωπα της ζωής του θεραπευόμενου στο θεραπευτή ονομάζεται μεταβίβαση. Η δημιουργία της μεταβίβασης θεωρείται απαραίτητη για την επιτυχία της ψυχοθεραπείας, καθ’ όσον η αυθεντικά ήρεμη, ανεκτική, ουδέτερη αντιμετώπισή της εκ μέρους του θεραπευτή είναι εκείνη που τελικά επιλύει το άγχος αναφορικά με τις εμπειρίες του ατόμου με το συγκεκριμένο πρόσωπο. Στη γλώσσα της πειραματικής ανάλυσης της συμπεριφοράς, θα λέγαμε ότι είναι απαραίτητη τόσο και η γενίκευση από τα εξαρτημένα προκλητικά ερεθίσματα για ενοχές, ντροπή, μίσος, ζήλια, σεξουαλική διέγερση ή άλλες αντιδράσεις στο πρόσωπο του θεραπευτή, όσο και η απουσία άλλων προκλητικών ερεθισμάτων για αυτές τις αντιδράσεις από το θεραπευτή. Σε αυτή την κατάσταση μέσω του διαχωρισμού των εξαρτημένα και ανεξάρτητα προκλητικών ερεθισμάτων, τα συγκεκριμένα εξαρτημένα προκλητικά ερεθίσματα χάνουν την προκλητική τους δύναμη.
Η γενίκευση εξαρτημένων συναισθηματικών αντανακλαστικών προκύπτει επίσης από τα χαρακτηριστικά και τη συμπεριφορά του θεραπευόμενου προς το θεραπευτή. στην ψυχαναλυτική προσέγγιση το φαινόμενο κατά το οποίο ο θεραπευόμενος προκαλεί συναισθηματικές αντιδράσεις στο θεραπευτή, αντιδράσεις που του είχαν προκληθεί από σημαντικά πρόσωπα στο παρελθόν του, ονομάζεται αντιμεταβίβαση. Η αντιμεταβίβαση θεωρείται αναπόφευκτη, αλλά πρέπει να περιοριστεί προκειμένου να μην αναστέλλει την παρουσίαση θεραπευτικών συνθηκών στο θεραπευόμενο. Αυτός είναι ο σκοπός της διδακτικής ανάλυσης στην οποίο ο μελλοντικός ψυχαναλυτής είναι ο θεραπευόμενος, όπου αναφέρει τα δικά του εξαρτημένα προκλητικά ερεθίσματα για τη ζήλια, τις ενοχές και άλλα συναισθήματα σε ένα περιβάλλον που μειώνει την προκλητική δύναμη των εξαρτημένα προκλητικών ερεθισμάτων και αυξάνει την κατανόηση της ύπαρξής τους.  
Η γενίκευση της εξαρτημένης προκλητικής λειτουργίας ενός προσώπου σε κάποιο άλλο δεν είναι κάτι που συμβαίνει μόνο στην ψυχαναλυτική ψυχοθεραπεία. Τα συναισθήματα που νιώθουμε για μια καινούργια γνωριμία βασίζονται πάντοτε σε προηγούμενες συσχετίσεις προκλητικών ερεθισμάτων με τα χαρακτηριστικά άλλων ανθρώπων. Τα δάκρυα που μας προκαλεί ο θάνατος του πρωταγωνιστή στο τέλος μιας κινητογραφικής ταινίας δεν βασίζονται μόνο στα γεγονότα της ταινίας –αλλιώς θα έκλαιγαν όλοι οι θεατές και όχι μόνο μερικοί. Τα τρέχοντα συναισθήματά μας «μιλούν» πάντα για τις συνθήκες της πρόκλησης αντιδράσεών μας στο παρελθόν.
Παρότι η γενίκευση συναισθημάτων είναι καθημερινό φαινόμενο, ευνοείται ιδιαίτερα από τις συνθήκες της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας και τον ελεύθερο συνειρμό. Στην πορεία της ψυχαναλυτικής ψυχοθεραπείας ο θεραπευόμενος αναφέρει τραυματικές εμπειρίες από το παρελθόν του, απαγορευμένες επιθυμίες και φαντασιώσεις καθώς και αμφιβολίες για τον εαυτό του. ενώ στην αρχή οι αυτοαναφορές του προκαλούν αρκετές συναισθηματικές αντιδράσεις, με την επανάληψη στο ουδέτερο έως θετικό περιβάλλον του γραφείου του ψυχολόγου τέτοια εξαρτημένα προκλητικά ερεθίσματα προκαλούν όλο και μικρότερη αντίδραση. Με τη μείωση των αντανακλαστικών φόβου, ζήλιας ή ενοχών, λέγεται πως η ψυχική ενέργεια που καθηλώθηκε στο ασυνείδητό του κατά την εποχή των αρχικών τραυματικών εμπειριών ελευθερώνεται και μπορεί τώρα να καθορίζει τη συμπεριφορά του με διαφορετικό τρόπο. Η συμπεριφοριστική ερμηνεία δεν αποδίδει τις αλλαγές των βιολογικών συναισθημάτων σε αλλαγές του μη φυσικού νου. Οι τραυματικές εμπειρίες δημιούργησαν αντανακλαστικά που οι άλλες εμπειρίες της ζωής του θεραπευόμενου δεν είχαν αλλάξει ικανοποιητικά μέχρι να αρχίσει ψυχοθεραπεία, κατά την οποία οι ειδικές συνθήκες στο γραφείο του ψυχολόγου μείωσαν τη δύναμή τους. Η κατανόηση της αλλαγής των συναισθημάτων δεν απαιτεί αναφορά σε γεγονότα που βρίσκονται εκτός των διαστάσεων της φυσικής και της βιολογίας, αφού τα φαινόμενα αυτά είναι συνεπή με τις αρχές καθορισμού αντανακλαστικών που έχουν προκύψει από πειραματική ανάλυση.
Σύμφωνα με την προσωποκεντρική προσέγγιση του Rogers, ο θεραπευτής είναι πιο ενεργητικός, αλλά φροντίζει να αντιμετωπίζει με αυθεντική θετικότητα ότι λέει ο θεραπευόμενος, ακόμα και όταν περιγράφει σκέψεις, απόψεις και χαρακτηριστικά που συνήθως δεν κρίνονται θετικά (θετική εκτίμηση άνευ όρων). Πέρα από την υποστήριξη στην αυτοπαρουσίαση προκλητικών ερεθισμάτων των ανώτερων τάξεων, ο προσωποκεντρικός θεραπευτής συνήθως επαναλαμβάνει ή αναδιατυπώνει τις προτάσεις του θεραπευόμενου, αυξάνοντας την έκθεσή του στα εξαρτημένα προκλητικά ερεθίσματα ανώτερων τάξεων. Στο ζεστό, υποστηρικτικό περιβάλλον, στο οποίο τα εξαρτημένα προκλητικά ερεθίσματα αυτοπαρουσιάζονται από το θεραπευόμενο και επαναλαμβάνονται ή παραφράζονται από το θεραπευτή, είναι αναμενόμενο να χάνουν κάτι από την ικανότητά τους να προκαλούν φόβο, θλίψη, ενοχές, ζήλια ή άλλες αντιδράσεις.
Κατά την πορεία της θεραπείας αυτά τα δυσάρεστα αντανακλαστικά μειώνονται ως προς το μέγεθος της αντίδρασης και αυξάνονται ως προς τη λανθάνουσα περίοδο που μεσολαβεί μεταξύ εξαρτημένα προκλητικού ερεθίσματος και εξαρτημένης αντίδρασης. Με την απόσβεση τέτοιων αντανακλαστικών στο υποστηρικτικό, θετικό περιβάλλον που προσφέρει ο προσωποκεντρικός θεραπευτής λέγεται πως ο θεραπευόμενους ξαναβρίσκει τον αληθινό, καλό εσωτερικό εαυτό του, με τον οποίο είχε χάσει την επαφή λόγω της επίκρισης και της αποδοκιμασίας των άλλων. Η συμπεριφοριστική ερμηνεία του φαινομένου υποστηρίζει ότι μέσω του διαχωρισμού ανεξάρτητα προκλητικών και εξαρτημένα προκλητικών ερεθισμάτων που ρυθμίζει ο προσωποκεντρικός θεραπευτής, ο ένας και μοναδικός βιολογικός εαυτός του θεραπευόμενου αλλάζει.
Όπως στη συστηματική απευαισθητοποίηση έτσι και στην ψυχαναλυτική και την προσωποκεντρική ψυχοθεραπεία, πέρα από τις αλλαγές στα εξαρτημένα αντανακλαστικά συμβαίνουν πολλές αλλαγές στη συμπεριφορά του θεραπευόμενου. Ο Freud πίστευε ότι η ψυχοθεραπεία επιφέρει συναισθηματική επίγνωση ή αλλαγές στην προκαλούμενη συμπεριφορά καθώς και νοητική επίγνωση, δηλαδή κατανόηση του γιατί τα γεγονότα μας προκαλούν αντιδράσεις και πώς τα συμβάντα της ζωής μας καθορίζουν τις συνήθειες, τις αντιλήψεις και τις τάσεις μας. Οι αρχές αντανακλαστικών μας βοηθούν μόνο στην κατανόηση και στη ρύθμιση της συναισθηματικής επίγνωσης.  Οι συνήθειες, οι αντιλήψεις και οι τάσεις καθώς και η κατανόηση των αιτιών τους είναι δράσεις –δεν προκαλούνται από αντανακλαστικά ερεθίσματα, οπότε απαιτούν άλλες αρχές καθορισμού.



Κοινωνική Ψυχολογία
Κατά τη γνώμη σας το γενετικό μοντέλο κοινωνικής επιρροής μπορεί να επιφέρει πολιτική αλλαγή; Αν ναι, να αναφέρετε εμπειρικά ένα παράδειγμα νεοελληνικής ή ευρωπαϊκής ιστορίας και να τεκμηριώσετε επιστημονικά με έρευνα την κοινωνική επιρροή.

Στο επίκεντρο του γενετικού μοντέλου βρίσκεται η έννοια της σύγκρουσης που εμφανίζεται στη μελέτη φαινομένων κοινωνικής επιρροής. Ο Moscovici δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα και στο ρόλο που μπορεί να παίξει μία μειονότητα στα φαινόμενα της κοινωνικής επιρροής, καθώς υποστήριξε και επιβεβαίωσε μέσα από πειράματα ότι σημασία δεν έχει η αριθμητική επιρροή μιας ομάδας για να είναι σε θέση να ασκήσει κοινωνική επιρροή, αλλά οι κοινωνικές νόρμες και αξίες που υποστηρίζει. Σύμφωνα με το γενετικό μοντέλο κοινωνικής επιρροής μπορεί να επέλθει πολιτική αλλαγή, καθώς στόχος είναι η κοινωνική αλλαγή, που μπορεί να επιτευχθεί μέσα από τη σύγκρουση.
Σε αντίθεση με το μονόδρομο της άσκησης κοινωνικού ελέγχου, που υποστηρίχθηκε από το λειτουργικό μοντέλο, το γενετικό μοντέλο θεωρεί ότι η κοινωνική επιρροή μπορεί να στοχεύει στη δημιουργία κοινωνικής αλλαγής. Έτσι, η άσκηση κοινωνικής επιρροής μπορεί να καταλήξει στην καινοτομία και όχι στη συμμόρφωση ή υποταγή. Οι σχέσεις που αναπτύσσονται ανάμεσα στον πομπό και το δέκτη δεν είναι μιας μόνο κατεύθυνσης και ο καθένας από τους δύο δεν παίζει ένα μόνο ρόλο, καθώς τόσο ο πομπός όσο και ο δέκτης μπορούν ταυτόχρονα να αποκτήσουν και τους δύο ρόλους, το ρόλο του πομπού και το ρόλο του δέκτη. Αυτό σημαίνει ότι κάθε κοινωνικός φορέας είναι ή μπορεί να είναι πομπός και ταυτόχρονα δέκτης της επιρροής, γεγονός που υποδηλώνει ότι η κοινωνική επιρροή μπορεί να ασκηθεί όχι μόνο από μια πλειοψηφία αλλά και από μια μειονότητα.
Οι μειονότητες καταφέρνουν να ασκήσουν κοινωνική επιρροή μέσα από τη σύγκρουση που δημιουργούν, καθώς έρχονται σε ρήξη με την κυρίαρχη ιδεολογία. Ωστόσο, για να μπορέσουν να αποτελέσουν μια πηγή κοινωνικής επιρροής, είναι αναγκαία η σταθερότητα της συμπεριφοράς της μειονότητας, κατά τη διάρκεια των δραστηριοτήτων κοινωνικής επιρροής που ασκούν. Για να έχουν σταθερότητα απαιτείται η συνείδηση της σχέσης που υπάρχει στο εσωτερικό του πομπού, ενώ η χρησιμοποίηση των μηνυμάτων θα πρέπει να γίνει με συστηματικό και σταθερό τρόπο ώστε να είναι σαφές το μήνυμα για τον δέκτη. Σημαντική είναι και η αρμονία μεταξύ της συμπεριφοράς της μειονότητας και των μηνυμάτων που μεταδίδει.
Με αυτό τον τρόπο, το κοινωνιολογικό πλαίσιο μετατρέπεται σε τρισδιάστατο, στο οποίο υπάρχει η μειονότητα που έρχεται σε ρήξη με την εξουσία και επιχειρεί να ασκήσει κοινωνικό έλεγχο πάνω στην πλειοψηφία, που αποτελείται από κοινωνικές ομάδες που αν και τάσσονται υπέρ της κυρίαρχης ιδεολογίας, δεν παίζουν ενεργό ρόλο στην υποστήριξη ή διατήρησή της.
Σύμφωνα με το γενετικό μοντέλο, τον κυριότερο ρόλο κατά τη διαδικασία της μειονοτικής επιρροής κατέχει η σταθερότητα της συμπεριφοράς, η οποία αποτελεί απαραίτητη συνθήκη για την άσκηση της μειονοτικής επιρροής. Η σταθερότητα της συμπεριφοράς συμβάλλει στην υιοθέτηση μιας ισχυρής και σταθερής πεποίθησης παρόλο τις αβέβαιες συνθήκες που επικρατούν, οδηγώντας το άτομο στη δημιουργία της εντύπωσης ότι πρόκειται για μία εναλλακτική εφικτή λύση. Μέσα από τη συγκεκριμένη συμπεριφορά εξασφαλίζεται στο άτομο και η πεποίθηση ότι η λύση αυτή θα χαρακτηρίζεται από διάρκεια, ενώ πρόκειται για απόψεις και πεποιθήσεις που εκφράζονται και παρουσιάζονται με σαφήνεια, απλότητα και βεβαιότητα. Εκτός όμως από τη συμπεριφορά που θα εκδηλώσει η μειονότητα στην προσπάθειά της να ασκήσει κοινωνική επιρροή, σημαντική είναι και η εικόνα που θα σχηματίσει η πλειοψηφία για τη συγκεκριμένη μειονότητα.
Η μειονότητα ακολουθώντας τη σταθερότητα στη συμπεριφορά της μπορεί να ασκήσει κοινωνική επιρροή, θα πρέπει όμως να προσέξει ιδιαίτερα να μην εκδηλώσει μία στάση τελείως άκαμπτη και αδιάλλακτη, καθώς μια τέτοια στάση κρύβει τον κίνδυνο της απόρριψής της από την πλειοψηφία. Επιπλέον, είναι σημαντικό να γνωρίζει ότι ως μειονότητα δεν θα πετύχει ευρέως την αποδοχή όλων και κυρίως απαιτείται χρόνος για να γίνει δεκτή από την πλειοψηφία.
Η βασική διαφορά μεταξύ πλειοψηφίας και μειονότητας με βάση το γενετικό μοντέλο του Moscovici είναι ότι η πλειοψηφία ασκεί κοινωνική πίεση, η οποία έχει ως αποτέλεσμα την ενδοτικότητα, που σημαίνει άμεση, δημόσια αλλά προσωρινή αποδοχή του μηνύματός της, ενώ η μειονότητα, με κύριο χαρακτηριστικό της τη σταθερότητα της συμπεριφοράς, δημιουργεί γνωστική σύγκρουση, με άμεση συνέπεια τη μεταστροφή, που οδηγεί σε έμμεση, χρονικά καθυστερημένη, ιδιωτική, αλλά πιο μόνιμη αλλαγή του μηνύματός της. Οι μειονότητες στοχεύουν στην κοινωνική αλλαγή, κυρίως μέσα από τη διάδοση καινοτομιών. 
Οι πλειοψηφικές δηλαδή πηγές επιρροής προκαλούν παθητική αποδοχή των μηνυμάτων που διαδίδουν, οδηγώντας στην ενδοτικότητα των δεκτών επιρροής, σε αντίθεση με τις μειονοτικές πηγές επιρροής που προκαλούν τα άτομα να επεξεργαστούν το περιεχόμενο των μηνυμάτων και των απόψεων που διαδίδουν με ενεργητικό τρόπο, οδηγώντας στη μεταστροφή.
Υπάρχουν πολλά παραδείγματα μειονοτήτων που κατάφεραν να επηρεάσουν την πλειοψηφία με την εισαγωγή και εφαρμογή νέων ιδεών και άμεση συνέπεια την εμφάνιση κοινωνικής αλλαγής. Για παράδειγμα, «στη δεκαετία του 1920, οι σουφραζέτες, που αγωνίζονταν ενεργά για τα δικαιώματα των γυναικών, αποτελούσαν μειονότητα, όμως κατάφεραν να αλλάξουν την κοινή γνώμη, και στις μέρες μας τα περισσότερα κράτη έχουν ρυθμίσει και νομοθετικά το θέμα της ισότητας ανδρών και γυναικών».
Διάφορες εκφάνσεις της καθημερινής ζωής όπως η μόδα, τα καλλιτεχνικά και ιδεολογικά ρεύματα είναι αποτέλεσμα της επιρροής της πλειοψηφίας ή της μειοψηφίας, ενώ πρόκειται για άμεση ή έμμεση κοινωνική επιρροή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν και οι οικολογικές οργανώσεις, οι οποίες αν και αριθμητικά αποτελούν μειονότητα, ασκούν κοινωνική επιρροή και έχουν κατορθώσει να επηρεάσουν την κοινή γνώμη, με αποτέλεσμα την απόκτηση οικολογικής συνείδησης από την πλειοψηφία του πληθυσμού.
Τα παραδείγματα που προαναφέρθηκαν κάνουν λόγο για αριθμητικές μειονότητες και όχι για κοινωνικές μειονότητες, όπως είναι οι μαύροι, οι γυναίκες ή οι ομοφυλόφιλοι. Οι Clark & Maass (1990) εξέτασαν μέσα από μια σειρά πειραμάτων την επιρροή των μειονοτήτων, ακολουθώντας όμως τη διάκριση των μειονοτήτων όχι μόνο ως προς τα πιστεύω τους (απλές ή ενδο- ομαδικές μειονότητες) αλλά και ως προς την κοινωνική τους κατηγοριοποίηση (διπλές ή εξωομαδικές μειονότητες) και εστίασαν στην περίπτωση της ομοφυλοφιλίας. Συμπέραναν ότι οι εξωομαδικές μειονότητες ασκούν μικρότερη επιρροή από τις ενδοομαδικές.
Οι οικολογικές οργανώσεις, μη κυβερνητικές οργανώσεις, με στόχο την προστασία του περιβάλλοντος, όπως είναι η Greenpeace και η WWF, οργανώμενες σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς και οργανώσεις που αναπτύσσονται κατά περιοχή ανάλογα με τις ιδιαίτερες ανάγκες του περιβάλλοντος του κάθε τόπου στοχεύουν στην επιρροή του κοινωνικού συνόλου, ώστε όλοι να βοηθήσουν στην προστασία του περιβάλλοντος.
Τα μέλη ακόμη και των πιο μεγάλων οικολογικών οργανώσεων αριθμητικά αποτελούν μειονότητα, ενώ και οι θέσεις που υποστηρίζουν δεν ακολουθούνται από όλα τα άτομα του πληθυσμού. Φαίνεται όμως πως έχουν καταφέρει να ασκήσουν κοινωνική επιρροή στην πλειοψηφία, στους πολίτες του κάθε κράτους που δεν είναι ευαισθητοποιημένοι σε τέτοιου είδους θέματα. Τα αποτελέσματά τους είναι εμφανή στην υιοθέτηση οικολογικής συνείδησης και οικολογικών συμπεριφορών σε ένα μεγάλο μέρος της πλειοψηφίας.
Ενώ το λειτουργικό μοντέλο της κοινωνικής επιρροής υποστηρίζει ότι η κοινωνική επιρροή μπορεί να ασκηθεί μόνο από την πλειοψηφία, η οποία έχει και την εξουσία και στόχος της είναι η επιβολή της κοινωνικής συμμόρφωσης, το γενετικό μοντέλο υποστηρίζει ότι η κοινωνική επιρροή μπορεί να ασκηθεί τόσο από την πλειοψηφία όσο και από μειονότητες. Όσον αφορά το παράδειγμα των οικολογικών οργανώσεων, πρόκειται για ομάδες ατόμων, οι οποίες είναι αριθμητικά μικρές και σκοπός τους είναι να πείσουν όλους τους πολίτες μιας χώρας ή ενός συγκεκριμένου τόπου να ακολουθήσουν τα πιστεύω τους και τις αρχές τους ώστε να επιτευχθεί η προστασία του περιβάλλοντος.
Η επιρροή που προσπαθούν να ασκήσουν οι οικολογικές οργανώσεις είναι μειονοτική, επομένως οι δράσεις και η συμπεριφορά τους μπορούν να ερμηνευτούν και να αναλυθούν μέσα από το γενετικό κυρίως μοντέλο κοινωνικής επιρροής, σύμφωνα με το οποίο οι μειονότητες μπορούν να ασκήσουν κοινωνική επιρροή.




Μεθοδολογία και έρευνα
Να αναφέρετε τα τρία διαφορετικά είδη ομάδων ελέγχου, τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματά τους.

 Η ομάδα ελέγχου είναι παράγοντας κεφαλαιώδους σημασίας στην υλοποίηση μιας έρευνας, επειδή παρέχει μια βάση σύγκρισης με την πειραματική ομάδα. Οι ομάδες ελέγχου αποτελούνται από συμμετέχοντες οι οποίοι δεν τυγχάνουν καμιάς παρέμβασης κατά τη διάρκεια της έρευνας. Η τελική μέτρηση της πειραματικής ομάδας. Χωρίς τη χρήση ομάδας ελέγχου υπάρχει ο κίνδυνος οι αλλαγές που παρατηρούνται στην πειραματική ομάδα να αποδίδονται εσφαλμένα στην ανεξάρτητη μεταβλητή, ενώ στην πραγματικότητα οφείλονται σε άλλους παράγοντες.
Στην ερευνητική διαδικασία χρησιμοποιούνται τρία διαφορετικά είδη ομάδας ελέγχου:
Ομάδα ελέγχου σε αναμονή: αυτή συνήθως είναι μια ομάδα ατόμων τα οποία, αφού έχουν υποβληθεί στις απαραίτητες για την έρευνα προμετρήσεις των υπό μελέτη μεταβλητών, πληροφορούνται ότι βρίσκονται σε λίστα αναμονής για να κληθούν να συμμετάσχουν στην έρευνα. Κατά τη διεξαγωγή της έρευνας, η ομάδα ελέγχου παραμένει αμέτοχη, και μετά το τέλος της ερευνητικής παρέμβασης πραγματοποιείται μια δεύτερη μέτρηση (μεταμέτρηση) στην ερευνητική ομάδα. Αφού ολοκληρωθεί η ερευνητική διαδικασία, η ομάδα ελέγχου δέχεται πλέον την πειραματική παρέμβαση.
Ομάδα placebo: πρόκειται για την ομάδα ελέγχου στα μέλη της οποίας δίνεται η πλασματική εντύπωση ότι έχουν δεχτεί την επίδραση της ανεξάρτητης μεταβλητής, ενώ στην πραγματικότητα δεν έχουν δεχτεί καμία επίδραση. Για παράδειγμα, σε έρευνες στην ψυχοθεραπεία η ομάδα ελέγχου μπορεί να απασχολείται με συζητήσεις χωρίς καμιά μεσολάβηση οποιωνδήποτε θεραπευτικών συστατικών. Με τη χρήση αυτής της ομάδας ελέγχου ελέγχεται ουσιαστικά ο παράγοντας της αυτοΐασης και η επίδραση που μπορεί να ασκούν στα αποτελέσματα η πίστη και η προσωπική προσδοκία όσον αφορά τις ανεξάρτητες μεταβλητές.
Αντιστοιχισμένη ομάδα ελέγχου. Αυτή η ομάδα συγκροτείται με τέτοιο τρόπο, ώστε κάθε μέλος της να έχει το ισοδύναμο ή το αντίστοιχό του στην πειραματική ομάδα. Εξασφαλίζεται, δηλαδή, ατομική αντιστοιχία κάθε μέλους (παρόμοια χαρακτηριστικά με εκείνα των μελών της πειραματικής ομάδας). Αυτό διασφαλίζει ότι αν για κάποιο λόγο φύγει κάποιος από την πειραματική ομάδα και αλλάξει η αρχική της σύνθεση και κατανομή, θα μπορεί να εξαιρεθεί και ο αντίστοιχος συμμετέχων από την ομάδα ελέγχου. Κατ’ αυτό τον τρόπο εξασφαλίζεται η ισοδυναμία των δύο ομάδων και αποσοβείται ο κίνδυνος να υπάρχουν ανόμοια δείγματα λόγω της ανόμοιας θνησιμότητας των συμμετεχόντων.
       

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου