Τρίτη 7 Δεκεμβρίου 2021

ΘΕΜΑΤΑ ΚΑΤΑΤΑΚΤΗΡΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑΣ ΠΑΝΤΕΙΟΥ 2021-2022

ΚΟΙΝΩΝΙΚH ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Τι στρατηγικές πρέπει να αναπτύξει η ΛΟΑΤΚΙ + κοινότητα για να επηρεάσει;

 

Η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα αποτελεί μια μειονότητα με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό που τα τελευταία χρόνια γίνεται όλο και πιο γνωστή, ευαισθητοποιώντας το ευρύ κοινό στη διαφορετικότητα και στα δικαιώματα του καθενός σχετικά με το φύλο και τα ζητήματα σεξουαλικότητας. Δίνει έμφαση στην επιρροή που θα ασκήσει μέσα από τις στρατηγικές που θα χρησιμοποιήσει.

Σύμφωνα με το γενετικό μοντέλο του Moscovici, το μήνυμα που θα μεταφέρει η μειονότητα θα πρέπει να διαθέτει ισχυρά επιχειρήματα, τα οποία θα προκαλέσουν κοινωνιογνωστική σύγκρουση, η οποία θα οδηγήσει σε γνωστική επικύρωση του μηνύματος και σε μετέπειτα αλλαγή της στάσης του ατόμου. Η συμπεριφορά της μειονότητας, δηλαδή της ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητας θα πρέπει να είναι όλο και πιο σταθερή, με συγχρονική και διαχρονική σταθερότητα. Η μειοψηφική επιρροή συνήθως είναι έμμεση και δε συμβαίνει άμεσα.

Επίσης, με βάση το τριαδικό μοντέλο των Παπαστάμου και Μιούνι, η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα είναι μια μειονότητα που έρχεται σε σύγκρουση με την κυρίαρχη ιδεολογία, που έχει μια αρνητική εικόνα και στερεότυπα για αυτή την ομάδα, ενώ επιθυμεί να αποσπάσει τμήματα του πληθυσμού, με τον οποίο η μειονότητα βρίσκεται σε μια αμφίδρομη σχέση επιρροής, με κύριο ερώτημα ποιος θα υπερισχύσει. Δύο βασικές στρατηγικές για τη μειονοτική επιρροή είναι η σταθερότητα  συμπεριφοράς και το είδος διαπραγμάτευσης της σύγκρουσης. Η σταθερότητα συμπεριφοράς αφορά τη σχέση ανάμεσα στη μειονότητα και την εξουσία, καθώς η μειονότητα θα πρέπει να είναι σταθερή στη συμπεριφορά της απέναντι στην εξουσία, δηλαδή οφείλει να μπλοκάρει τη διαπραγμάτευση της σύγκρουσης που δημιουργεί με τον καινοτόμο λόγο της, γιατί μόνο έτσι θα καταφέρει να καταστήσει κοινωνικά ορατή την εναλλακτική της πρόταση. Όσον αφορά στο είδος διαπραγμάτευσης της σύγκρουσης, αυτό αναφέρεται στη σχέση της μειονότητας με τον πληθυσμό. Από τη στιγμή που η μειονότητα μπλοκάρει τη διαπραγμάτευση της σύγκρουσης με την εξουσία οφείλει να διαπραγματευτεί με τον ένα ή άλλο τρόπο τη σύγκρουση αυτή με τον πληθυσμό.

Με βάση τη Θεωρία κοινωνικής ταυτότητας, η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα ως μειονότητα κοινωνικά αποκλεισμένη και με χαμηλή εικόνα για τον εαυτό και την ομάδα έχει ανάγκη να βρει τρόπους να κατακτήσει μια θετική εικόνα. Προσπαθούν με διάφορους τρόπους να αποκτήσουν περισσότερα δικαιώματα, καλύτερη αντιμετώπιση και να αποτελέσουν σημείο σύγκρισης για τους άλλους. Επίσης, σύμφωνα με τη Θεωρία σχετικής αποστέρησης, λόγω της αδικίας και ματαίωσης που βιώνουν οδηγούνται σε συλλογικές δράσεις, όπως το Gay Pride και προσπαθούν να αποκτήσουν όλο και μεγαλύτερη αναγνώριση και φήμη. Συχνά, παρουσιάζονται ως μια ελκυστική πηγή, με στόχο την ταύτιση. Ακόμη, η υπόθεση επαφής για μείωση της προκατάληψης και αύξηση της γνώσης για τη ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα υποστηρίζει ότι η αύξηση της αλληλεπίδρασης με τη μειονότητα και η μείωση της προκατάληψης μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση της επιρροής των μελών της κοινότητας.

Η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα μέσα από μηνύματα με σταθερότητα συμπεριφοράς  και κυρίως με διαχρονική συνεκτικότητα μπορεί να ασκήσει επιρροή στον πληθυσμό. Η διαχρονική συνεκτικότητα συμπεριφοράς μπορεί να ξεπεράσει ακόμη και την πιθανότητα ψυχολογιοποίησης από την πλευρά του πληθυσμού και εν τέλει να καταφέρει η μειονότητα να ξεπεράσει τους χαρακτηρισμούς που τις έχουν αποδώσει.  

 

 

(Βιβλία: Α’ τόμος- Εισαγωγή στην κοινωνική ψυχολογία, 4ο κεφάλαιο, Β’ τόμος- Εισαγωγή στην κοινωνική ψυχολογία, 17ο και 15ο κεφάλαιο, Κοινωνική σκέψη, νόηση και συμπεριφορά)

 

 

 

ΚΛΙΝΙΚΗ ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Α. Να περιγράψετε τις αλλαγές/ αναθεωρήσεις που υπέστη διαχρονικά η θεωρία της μαθημένης αβοηθητότητας και πώς αυτές συνδέονται με την κατανόηση της κατάθλιψης.

 

Η θεωρία αβοηθητότητας του Seligman ξεκίνησε από τον συμπεριφορισμό από πειράματα που έγιναν σε ζώα. Τα ζώα που είχαν μάθει να παραμένουν σε ένα χώρο και να μην μπορούν να δραπετεύσουν από μικρή ηλικία, πολύ γρήγορα μάθαιναν να παραμένουν σε αυτό τον χώρο και να μην μπορούν να δραπετεύσουν.

Έπειτα, ο Abramson αναθεώρησε τη θεωρία αυτά στο πλαίσιο της γνωσιακής προσέγγισης και τη χρησιμοποίησε για τη μελέτη της κατάθλιψης. Για την αναθεωρημένη θεωρία της μαθημένης αβοηθητότητας, η κατάθλιψη είναι αποτέλεσμα τριών διεργασιών απόδοσης των αιτίων, που αφορούν τόσο θετικά όσο και αρνητικά γεγονότα. Πρόκειται για  την εσωτερική ή εξωτερική απόδοση, την σταθερή ή ασταθή απόδοση και την γενική ή ειδική απόδοση. Κάθε γεγονός μπορεί να αποδοθεί σε εσωτερικά ή εξωτερικά αίτια, σε σταθερά ή ασταθή και σε γενικά ή ειδικά αίτια. Τα άτομα που είναι πιο επιρρεπή στην κατάθλιψη έχουν την τάση να αντιλαμβάνονται τα αρνητικά γεγονότα ή αποτελέσματα ως εσωτερικά, σταθερά και προκαλούμενα από γενικά αίτια (Εγώ φταίω, πάντα τα κάνω όλα λάθος, όλα μου πάνε στραβά). Αντίθετα, τα θετικά αποτελέσματα αποδίδονται σε εξωτερικά, ευμετάβλητα και ειδικά αίτια (τα πράγματα πήγαν καλά, όχι χάρη σε μένα, ήταν θέμα τύχης και δεν θα μου ξανασυμβεί). Πρόκειται για ένα αρνητικό στυλ απόδοσης αιτίων. Οι αποδόσεις αυτές φτάνουν στην κατάθλιψη όταν το άτομο νιώθει ένα αίσθημα απελπισίας, καθώς τα αίτια δημιουργούν στο άτομο την αίσθηση ότι δεν έχει τη δυνατότητα να αλλάξει την κατάσταση ούτε να μπορέσει να προχωρήσει στη ζωή του.

Η θεωρία αυτή οδήγησε σε μια τάση για ανάπτυξη των γνωσιακών θεωριών. Έτσι επικράτησαν στη μελέτη και αντιμετώπιση της κατάθλιψης γνωσιακά μοντέλα, όπως η γνωσιακή- συμπεριφοριστική προσέγγιση του Beck, ο οποίος αναφέρθηκε στην τριάδα της κατάθλιψης (αρνητικές σκέψεις για τον εαυτό, τον κόσμο και το μέλλον), στις αρνητικές αυτόματες σκέψεις και στα γνωσιακά λάθη. Άτομα με κακή διάθεση φαίνεται πως χρησιμοποιούν περισσότερο αρνητικά σχήματα που ενεργοποιούν την κακή διάθεση. Οι αρνητικές γνωσίες οδηγούν σε αρνητική διάθεση και η χαμηλή διάθεση αυξάνει την ενεργοποίηση των αρνητικών γνωσιών.

Ένα ακόμη γνωσιακό μοντέλο απόρροια των παραπάνω είναι ο καταθλιπτικός ρεαλισμός, που υποστηρίζει ότι τα καταθλιπτικά άτομα μπορεί στην πραγματικότητα να έχουν δίκιο, ενώ όλοι οι υπόλοιποι κάνουν λάθος. Οι άνθρωποι με κατάθλιψη ίσως είναι πιο ακριβείς στις εκτιμήσεις τους για τον κόσμο από ότι αυτοί που δεν έχουν κατάθλιψη. Για παράδειγμα, τα καταθλιπτικά άτομα είναι πιο ακριβή από τα μη καταθλιπτικά στις εκτιμήσεις τους για το πόσο ευνοϊκά τα βλέπουν οι άλλοι, καθώς και στις κρίσεις τους για τον βαθμό του ελέγχου που ασκούν σε μια πειραματική συνθήκη.

 

(Bennett, Κλινική ψυχολογία και ψυχοπαθολογία, σελ. 383)

 

 

Β. Να περιγράψετε, δίνοντας σχετικά παραδείγματα, τέσσερα γνωσιακά/ διεργασιακά λάθη.

 

Διπολική σκέψη: άσπρο- μαύρο, «Όποιος δεν είναι καλός είναι κακός».

Υπεργενίκευση: ένα μόνο αρνητικό γεγονός θεωρείται ως τμήμα μιας ατέλειωτης καταστροφικής αλυσίδας, «Δεν πήγε καλά η συνέντευξη για δουλειά, πάντα θα αποτυγχάνω».

Νοητικό φίλτρο: ένα αρνητικό στοιχείο χαρακτηρίζει όλη την κατάσταση, «Ένας μαθητής πήρε έναν χάλια βαθμό, και αισθάνεται ότι χάθηκε ο κόσμος όλος».

Αυθαίρετο συμπέρασμα: χωρίς ενδείξεις το άτομο βγάζει συμπεράσματα που απέχουν από την πραγματικότητα.

Ελαχιστοποίηση θετικών- μεγιστοποίηση αρνητικών, συναισθηματική λογική, μεγιστοποίηση- ελαχιστοποίηση, συναισθηματική λογική, μεγιστοποίηση- ελαχιστοποίηση, πρέπει- δεν πρέπει, εσφαλμένη τιτλοφόρηση, προσωποποίηση

 

(Βιβλίο Προσωπικότητα, 4ο κεφάλαιο, σελ. 200 ή Bennett, Κλινική Ψυχολογία και Ψυχοπαθολογία, σελ. 386).

 

 

 

ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑΣ

Ποια είναι τα ισχυρά και ποια τα αδύναμα σημεία της δειγματοληπτικής ερευνητικής μεθόδου;

 

Η δειγματοληπτική μέθοδος έρευνας ή δημοσκόπηση είναι μια μη πειραματική (περιγραφική) ποσοτική μέθοδος έρευνας, που αποτελεί την πιο διαδεδομένη μέθοδο συλλογής πληροφοριών για έναν πληθυσμό από ένα μεγάλο δείγμα. Στόχος είναι η καταγραφή τάσεων, στάσεων, απόψεων ή συμπεριφορών του δείγματος σε μια δεδομένη χρονική στιγμή. Εστιάζουν σε διαφορές που υπάρχουν ήδη στο δείγμα και όχι σε αυτές που προκύπτουν από τον πειραματικό χειρισμό. Δεν βρίσκουν αιτιακές σχέσεις, παρά μόνο περιγραφή ανάμεσα σε μεταβλητές και περιγραφή φαινομένων.

Τα πιο σημαντικά ισχυρά στοιχεία είναι η οικονομία και η  μαζικότητα, καθώς και η ευκολία επεξεργασίας των δεδομένων. Η χρήση αυτής της έρευνας βοηθάει στην εξοικονόμηση πόρων, ενώ μπορεί να καλυφθεί ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού. Τα ευρήματα που συλλέγονται είναι εύκολο να επεξεργαστούν με ποσοτικό τρόπο, με τη χρήση στατιστικών αναλύσεων.

Στις πιο σημαντικές αδυναμίες της δειγματοληπτικής ερευνητικής μεθόδου είναι οι εξής: η ανάλυση των δεδομένων με περιορισμούς η χρονική απόσταση και η μεροληψία. Είναι πιθανό να γίνει η επιλογή των δεδομένων με βάση αυτά που είναι εύκολο να αναλυθούν, δηλαδή για το αντικείμενο της έρευνας υπάρχει ο κίνδυνος οι αποφάσεις να καθοριστούν με βάση την ευκολία της ανάλυσης και όχι το τι είναι σημαντικό.

Η επιλογή των ερωτημάτων γίνεται μέσα από ένα σύνολο ερωτήσεων, που κατασκευάζει ο ερευνητής. Ο ίδιος επιλέγει και τον τρόπο βαθμολόγησης, που συνήθως είναι κωδικοποιημένος, με κλίμακα τύπου Likert, που είναι εύκολη στη βαθμολόγηση. Ωστόσο, θα πρέπει να προσέξει ο ερευνητής τη διατύπωση των ερωτήσεων, έτσι ώστε να μη θέτουν ταυτόχρονα δύο όμοια ζητήματα, να μην καθοδηγούν για την απάντηση, να μην περιλαμβάνουν διπλή άρνηση, ούτε να πλατειάζουν. Μεταξύ των μειονεκτημάτων είναι ο τρόπος επιλογής των ερωτήσεων. Τα ερωτήματα θα πρέπει να περιλαμβάνουν ολοκληρωμένο νόημα, συντομία, απλότητα, αμεσότητα και λιτό λόγο, σαφήνεια, αμεροληψία, κοινωνικά αποδεκτή γλώσσα, διαφοροποιητική ικανότητα και διαπολιτισμικότητα.

Στη δειγματοληπτική έρευνα μπορεί να εμφανιστούν ορισμένες μεροληψίες, όπως η μεροληψία του δείγματος (υπερ-εκπροσώπηση μιας ομάδας σε ένα δείγμα), η μεροληψία του ερωτώμενου (επιλογή της ίδιας βαθμίδας απάντησης σε όλες τις ερωτήσεις), η μεροληψία του ερευνητή (επηρεασμός των απαντήσεων του δείγματος), οι στρεβλώσεις της μνήμης (ανακρίβειες λόγω αδυναμίας περιγραφής ψυχολογικών φαινομένων) και οι στρεβλώσεις περικειμένου (ανακρίβεια από στρεβλώσεις μνήμης λόγω της σειράς των ερωτήσεων).

 

(Μεθοδολογία έρευνας και στατιστική, Σταλίκας, 2019, σελ. 196, 203)

 

Εναλλακτική απάντηση

Οι δειγματοληπτικές μέθοδοι έρευνας είναι οι δημοσκοπήσεις που αποτελούν μέρος των ποσοτικών περιγραφικών σχεδιασμών. Πρόκειται για μεθόδους που περιλαμβάνουν μεθοδική παρατήρηση, που μειώνει το σφάλμα μέτρησης καθώς και τη δυνατότητα γενίκευσης των αποτελεσμάτων μέσα από τη συγκρότηση αντιπροσωπευτικών δειγμάτων. Ωστόσο, δεν μπορούν να εντοπίσουν αιτιακές σχέσεις και μπορεί να υπάρχουν παρεμβαίνουσες μεταβλητές που επηρεάζουν την περιγραφή του φαινομένου.

Η δημοσκόπηση συμβάλλει στην περιγραφή και την εξερεύνηση ποικίλων φαινομένων, κυρίως φαινομένων για τα οποία δεν υπάρχουν πολλές γνώσεις. Μέσα από αυτές τις έρευνες μπορεί να γίνει σύγκριση ανάμεσα σε δεδομένα ή φαινόμενα δύο ή περισσότερων ομάδων για ένα συγκεκριμένο θέμα ή κατάσταση.

Όσον αφορά τις αδυναμίες των δημοσκοπήσεων αυτές είναι οι εξής: διερεύνηση ασαφών ή ανύπαρκτων ερευνητικών ερωτημάτων που δεν στηρίζονται σε ένα σαφές θεωρητικό πλαίσιο και απουσία σημαντικότητας στα αποτελέσματα. Επίσης, υπάρχει περιορισμός της δυνατότητας γενίκευσης των αποτελεσμάτων στην περίπτωση που το ερευνητικό δείγμα δεν είναι αντιπροσωπευτικό αλλά συμπτωματικό. Η χρήση μη σταθμισμένων ή αναξιόπιστων εργαλείων που δημιουργεί προβλήματα στην αξιοπιστία και στην εσωτερική και εξωτερική εγκυρότητα των αποτελεσμάτων αποτελεί ένα ακόμη μειονέκτημα των δημοσκοπήσεων. Επίσης, η λανθασμένη επιλογή μεθόδων ανάλυσης των δεδομένων, η οποία πλήττει κυρίως τη στατιστική εγκυρότητα των αποτελεσμάτων, με κυριότερα σφάλματα στατιστικής εγκυρότητας στις δημοσκοπικές μελέτες τη χρήση ακατάλληλων στατιστικών μεθόδων και την αποσπασματική ανάλυση και περιγραφή μέρους των συλλεχθέντων στοιχείων αντί του φαινομένου στο σύνολό του.

 

Απάντηση από βιβλίο «Μέθοδοι έρευνας στην κλινική ψυχολογία» (σελ. 148, δημοσκοπήσεις)

 

 

ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ ΕΛΕΝΗ, ΨΥΧΟΛΟΓΟΣ- ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΟΣ, MSc.