Προετοιμασία για τις κατατακτήριες εξετάσεις Ψυχολογίας Παντείου, ΕΚΠΑ, Φλώρινας και Ιωαννίνων. Παροχή σημειώσεων και ακουστικού υλικού, προηγούμενων θεμάτων και διαγωνισμάτων.
Ετικέτες
- Άρθρα ψυχολογίας
- Εξεταστέα ύλη
- Επιτυχόντες
- Κατατακτήριες Ψυχολογίας ΕΚΠΑ
- Κατατακτήριες Ψυχολογίας Ιωαννίνων
- Κατατακτήριες Ψυχολογίας Παντείου
- Κατατακτήριες Ψυχολογίας Φλώρινας
- Κλινική Ψυχολογία
- Κοινωνική Εργασία ΠΑΔΑ
- Κοινωνική Ψυχολογία
- Κοινωνιολογία
- Μαθήματα
- ΜΑΘΗΜΑΤΑ ΚΟΙΝΩΝΙΟΛΟΓΙΑΣ
- Πειράματα
- Προηγούμενα Θέματα
- Πρόλογος
- Προτεινόμενα βιβλία
- Προτεινόμενες ταινίες
- Σημειώσεις
- Συνήθεις ερωτήσεις
Παρασκευή 31 Ιανουαρίου 2025
ΕΝΑΡΞΗ ΜΑΘΗΜΑΤΩΝ ΦΕΒΡΟΥΑΡΙΟΣ 2025
Σχέσεις γιατρού- ασθενούς: ευτελισμός της δυσφορίας του ασθενούς
«Η απάρνηση των συναισθημάτων είναι πιθανό να οδηγήσει τους επαγγελματίες του ιατρικού χώρου σε παράλυση και σε αναισθητοποίηση απέναντι στα συναισθήματα των ασθενών τους, όπως επίσης σε απώλεια της ικανότητάς τους να αναγνωρίζουν και να ανταποκρίνονται στα συναισθήματα των άλλων. Ενδέχεται να διατηρούν την προσδοκία ότι και οι ασθενείς θα αρνηθούν τα συναισθήματά τους, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να αισθάνονται πολλές φορές πως δεν έχουν γίνει κατανοητοί.

Πράγματι, η συναισθηματική ζεστασιά και το ενδιαφέρον, τα οποία είναι απαραίτητα για τη διαμόρφωση μιας ικανοποιητικής σχέσης ιατρού- ασθενούς, είναι πιθανό να απουσιάζουν, όταν οι ιατροί αντιμετωπίζουν σοβαρές προσωπικές στερήσεις. Εκείνοι που υφίστανται κακή μεταχείριση ενδέχεται, με τη σειρά τους, να κακομεταχειριστούν τους ασθενείς τους. Συνεπώς, όταν οι επαγγελματίες υγείας αποφεύγουν την αναγνώριση των συναισθημάτων τους που σχετίζονται με τη φροντίδα των ασθενών, αγνοούν και τα συναισθήματα των ασθενών τους και τείνουν να μειώσουν τη σημασία του ανθρώπινου παράγοντα στη θεραπευτική διαδικασία. Ένας ψυχολόγος έχει περιγράψει αυτό το πρόβλημα ως ευτελισμός της δυσφορίας του ασθενούς, φαινόμενο στο οποίο ο επαγγελματίας υγείας αποφεύγει να ασχοληθεί με τον πόνο του ασθενούς και με τις σοβαρές υποχωρήσεις και συμβιβασμούς που επιβάλλει η ασθένεια, και αντ’ αυτού τον ενθαρρύνει με τον πιο επιπόλαιο και ρηχό τρόπο να συμπεριφέρεται ‘’σαν να μη συμβαίνει τίποτα’’. Η ουσιαστική κατανόηση και βίωση των συναισθημάτων των ασθενών μπορεί να αποδειχθεί ένα εξαιρετικά επώδυνο έργο για τον επαγγελματία, με αποτέλεσμα στη θέση της να αναπτύσσεται η επαγγελματική απόσταση. Ωστόσο, μόνο όταν ο επαγγελματίας μπορέσει να συμμεριστεί για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα τον τρόπο θεώρησης και εμπειρίας των ασθενών του, τότε είναι σε θέση να προσφέρει κατανόηση και να συνδράμει στη μείωση των αισθημάτων φόβου, θλίψης και αβοήθητου που νιώθουν. Εξαιτίας των προσωπικών συγκρούσεών τους, οι επαγγελματίες του ιατρικού χώρου είναι πιθανό να μην κατορθώνουν καν να αντιληφθούν τη δυσφορία των ασθενών τους. Πιο συγκεκριμένα, από το σύνολο των 87 ασθενών που συμμετείχαν σε μια μελέτη, η οποία είχε ως αντικείμενο την επαγγελματική άσκηση των παθολόγων, οι περισσότεροι από τους μισούς αντιμετώπιζαν σοβαρές συναισθηματικές δυσκολίες σχετικά με κάποιο ζήτημα (οικονομικά, εργασία, σεξουαλική ζωή), ενώ επίσης το 10% αυτών παρουσίαζε τάσεις αυτοκτονίας (αυτοκτονικό ιδεασμό).
Εντούτοις, εκτός από πλέον οφθαλμοφανείς περιπτώσεις, οι παθολόγοι υποτιμούσαν συστηματικά τη δυσφορία των ασθενών –ακόμη και όταν είχαν μακρόχρονη επαφή μαζί τους- παρόλο που οι ασθενείς δεν δίσταζαν καθόλου να αποκαλύψουν ότι νιώθουν τέτοιου είδους συναισθήματα όταν τους ρωτούσαν. Η δυσφορία των ιατρών μπορεί επίσης να εκδηλώνεται ως απαισιοδοξία σχετικά με την έκβαση της υγείας των ασθενών τους. Ως εκ τούτου, όταν οι ιατροί αισθάνονται ότι δεν υπάρχουν καλές προοπτικές βελτίωσης της ποιότητας ζωής ή της υγείας των ασθενών τους, είναι πιθανό να αποφεύγουν να τους μεταδώσουν πολλές πληροφορίες και να αρνούνται να τους προσφέρουν βοήθεια.
Επιπλέον, μεταξύ των επαγγελματιών υγείας, ιδιαίτερα όσων είναι επιβαρημένοι συναισθηματικά, παρατηρείται η τάση επίρριψης των ευθυνών στους ασθενείς για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Μάλιστα, ενδέχεται να θεωρούν ότι οι ασθενείς δεν θα νοσούσαν, αν δεν είχαν υποπέσει σε κάποιο σφάλμα, όπως η υιοθέτηση ανθυγιεινών συμπεριφορών. Σε αυτές τις περιπτώσεις, τίθεται σε λειτουργία ένας μηχανισμός ‘κατάκρισης του θύματος’. Η απόδοση μομφής στο θύμα είναι ένα ψυχολογικό φαινόμενο, κατά το οποίο το θύμα ενός δυσάρεστου συμβάντος κατηγορείται ότι το ίδιο προκάλεσε το δυσάρεστο γεγονός στον εαυτό του. Ένα τέτοιο συμπέρασμα απορρέει συνήθως από την πίστη σε ένα δίκαιο κόσμο, η οποία αφορά την πεποίθηση ότι οι άνθρωποι παίρνουν αυτό που τους αξίζει και αξίζουν αυτό που παθαίνουν. Συνεπώς, κάποιος που έχει πέσει θύμα μιας ασθένειας κατηγορείται ότι έπραξε κάτι που προκάλεσε αυτή την ασθένεια. Όπως όλοι οι άνθρωποι, έτσι και οι επαγγελματίες του ιατρικού χώρου είναι εξίσου επιρρεπείς σε αυτή τη φυσική τάση, δηλαδή να πιστεύουν ότι οι συμφορές δεν συμβαίνουν τυχαία, αλλά συστηματικά σε ανθρώπους που έχουν κάνει κάτι για να τις αξίζουν. Με αυτό τον τρόπο διατηρείται μια ψυχολογική ισορροπία, αλλά μέσω μιας αυταπάτης. Επιπλέον, οι επαγγελματίες υγείας μπορεί να καταλήξουν στο συμπέρασμα ότι κάποιοι ασθενείς παρουσιάζουν συγκεκριμένα προβλήματα εξαιτίας ελαττωμάτων στον χαρακτήρα τους. Αυτού του είδους η θεώρηση δεν αποτελεί μόνο μια αυταπάτη, αλλά επίσης έχει ως συνέπεια την αδυναμία του ιατρού να προσφέρει συναισθηματική υποστήριξη στους ασθενείς όταν εκείνοι τη χρειάζονται» (σελ. 225-226).
Πηγή:
DiMatteo, R.M. & Martin, L.R. (2011). Εισαγωγή στην Ψυχολογία της Υγείας. Εκδόσεις Πεδίο.
Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.
Σωματοποίηση ή μετατροπή των συναισθημάτων και των συγκρούσεων
Τι είναι η αναισθησία υπό μορφή γαντιού;
«Μια κατάσταση στην οποία μόνο το χέρι, δηλαδή η περιοχή από τον καρπό και κάτω, χάνει κάθε αισθητική και λειτουργική ικανότητα, χωρίς όμως να συμβαίνει το ίδιο στον υπόλοιπο βραχίονα. Η αιτιολογία αυτής της διαταραχής δεν είναι δυνατόν να αναχθεί σε κάποια οργανική βλάβη, δεδομένου ότι τα ίδια αισθητικά νεύρα νευρώνουν τόσο την άκρα χείρα όσο και τα τμήματα του βραχίονα. Αν επρόκειτο για βλάβη του νεύρου, τότε το πρόβλημα θα ήταν σοβαρότερο, δηλαδή θα επηρεάζονταν η λειτουργικότητα και η αισθητικότητα τόσο του χεριού όσο και του βραχίονα.

Ο Freud αντιμετώπισε αρκετές ανάλογες περιπτώσεις και μαζί με τον συνεργάτη του Pierre Janet εντόπισαν ένα σύνολο αντιδράσεων μετατροπής, στο οποίο περιλαμβάνονται η απώλεια της όρασης (τύφλωση), της ομιλίας (αφωνία) και της ακοής (κώφωση), όπως επίσης διάφορες μορφές μυϊκής παράλυσης. Υποστηρίζεται ότι οι αντιδράσεις μετατροπής συνιστούν πρώιμες αντιδράσεις σε συναισθηματικές συγκρούσεις. Τα συμπτώματα μετατροπής έχουν κάποιο νόημα, καθώς θεωρείται ότι στόχος τους είναι η επίλυση της συναισθηματικής σύγκρουσης που βιώνει το άτομο που υποφέρει από αυτά.
Ένας άνδρας που ασυνείδητα επιθυμεί να επιτεθεί στον αδελφό του ενδέχεται να υποστεί παράλυση ενός εκ των άνω άκρων του και έτσι να μην μπορεί να κινήσει τον βραχίονά του. Αντίστοιχα, μια παντρεμένη γυναίκα που κατακλύζεται από ενοχές εξαιτίας της σεξουαλικής έλξης που νιώθει για κάποιον άλλο άνδρα είναι δυνατόν να παρουσιάσει απώλεια όρασης. Βεβαίως, πρόκειται για ακραία παραδείγματα, μολονότι συνέβαιναν με εντυπωσιακά μεγάλη συχνότητα την εποχή που έζησε ο Freud.
Στις μέρες μας, οι ιατροί δεν αντιμετωπίζουν συχνά τέτοιου είδους διαταραχές. Πιο συνηθισμένες είναι κάποιες λιγότερο ακραίες περιπτώσεις, οι οποίες εντάσσονται στη σωματοποιητική διαταραχή. Ως σωματοποίηση ορίζεται η γενικευμένη τάση βίωσης και έκφρασης της συναισθηματικής δυσφορίας μέσω σωματικών ενοχλήσεων. Κάποια ενδεικτικά παραδείγματα είναι η ναυτία ή τα στομαχικά ενοχλήματα, όταν κάποιος αισθάνεται έντονο άγχος, και η κεφαλαλγία, όταν κάποιος υφίσταται τρομαχτική συναισθηματική πίεση» (σελ. 411-412).
Η διαταραχή μετατροπής είναι μια διαταραχή όπου το άτομο ασυνείδητα μετατρέπει τα καταπιεσμένα συναισθήματα και τις εσωτερικές συγκρούσεις σε σωματικά- κυρίως αισθητηριακά ή κινητικά προβλήματα. Βασικό χαρακτηριστικό της διαταραχής μετατροπής είναι η μακάρια αδιαφορία, δηλαδή το άτομο μετά την εκδήλωση των συμπτωμάτων νιώθει ηρεμία και δεν ανησυχεί για τα συμπτώματα που εμφανίζει. Η σωματοποιητική διαταραχή ανήκει στις σωματόμορφες διαταραχές, όπου το άτομο εμφανίζει σωματικά συμπτώματα χωρίς οργανική βάση, τα οποία οφείλονται σε ψυχολογικούς παράγοντες. Το άτομο δεν έχει μάθει να εκφράζει τα συναισθήματά του, για αυτό τα συναισθήματα αναζητούν τρόπους εκτόνωσης. Ορισμένα άτομα χαρακτηρίζονται από αλεξιθυμία, δηλαδή έχουν αδυναμία να εκφράσουν ή να περιγράψουν λεκτικά τα συναισθήματά τους, με αποτέλεσμα αυτά να αναζητούν εναλλακτικούς τρόπους εκτόνωσης.
Πηγή:
DiMatteo, R.M. & Martin, L.R. (2011). Εισαγωγή στην Ψυχολογία της Υγείας. Εκδόσεις Πεδίο.
Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.
Παθολογικό πένθος
Ποια είναι τα είδη του παθολογικού πένθους;

Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στο φυσιολογικό και στο παθολογικό πένθος;
Με την πάροδο του χρόνου παρατηρείται μια αύξηση στην αποδεκτή διάρκεια του πένθους. Επίσης, για έναν σημαντικό αριθμό φυσιολογικών από άλλες απόψεις ατόμων, κάποιες πλευρές του πένθους θα συνεχίσουν να υπάρχουν σε όλη του τη ζωή. Κάποιοι άνθρωποι εξακολουθούν να εκδηλώνουν αντιδράσεις πένθους με την ίδια ένταση ακόμα και μετά το πέρας αρκετού χρόνου. Υπάρχουν άνθρωποι που καθηλώνονται στη διεργασία του θρήνου και δεν μπορούν να μειώσουν την ένταση της σχέσης που είχαν με τον μακαρίτη. Κάποιοι βιώνουν υπερβολικό θυμό, ενοχή, αυτομομφή και κατάθλιψη για ιδιαίτερα παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Ένας άνθρωπος που βιώνει μακροχρόνια οδύνη και πένθος μπορεί να αισθάνεται ότι δεν υπάρχει τίποτα στο οποίο μπορεί να ελπίζει και να προσβλέπει και ενδέχεται να συνεχίσει να θρηνεί για την απώλεια που υπέστη ακόμα και μετά από πολλά χρόνια. Πολλά άτομα που έχουν χηρεύσει δεν αποδέχονται ποτέ πλήρως τον θάνατο των συζύγων τους.
«Η παντελής έλλειψη συναισθηματικής εμπλοκής στον θάνατο είναι ένα αντίστοιχο προβληματικό πρότυπο συμπεριφοράς κάποιων πενθούντων, ενώ ενδέχεται ορισμένοι άνθρωποι να μην εκδηλώνουν κανένα απολύτως συναίσθημα ως απόκριση στην απώλεια που υπέστησαν. Δεν αισθάνονται ούτε δυσφορία ούτε κάποιο από τα συνήθη συμπτώματα του πένθους. Αρνούνται τα συναισθήματά τους και μπορεί ακόμα και να εμποδίζουν τους άλλους να αναφέρονται στην απώλεια. Απωθούν τα απειλητικά συναισθήματα καθώς τους είναι ιδιαίτερα επώδυνα και δεν μπορούν να τα αντέξουν. Συνήθως, εκείνοι που παλεύουν με τη χρόνια οδύνη αισθάνονται ιδιαίτερα αδύναμοι να αναλάβουν το τρομαχτικό συναισθηματικό έργο του πένθους. Αντ’ αυτού, μπορεί να εκδηλώνουν μόνιμα συμπτώματα κατάθλιψης, τα οποία κάποιες φορές συγκαλύπτονται από μια πληθώρα σωματικών ενοχλήσεων.
Κατά συνέπεια, ως παθολογικό πένθος μπορεί να οριστεί οποιουδήποτε είδους θρήνος που βρίσκεται πέραν των ορίων της νόρμας. Αν θεωρήσουμε ότι η εκδήλωση πένθους έχει μια κανονική κατανομή, τότε οι συμπεριφορές που βρίσκονται στα άκρα μπορεί να θεωρηθούν μη φυσιολογικές. Έχει υποστηριχθεί ότι υπάρχουν οι ακόλουθες κατηγορίες παθολογικού πένθους:
Καθυστερημένο πένθος- η εμπειρία του πένθους είναι η συνήθης, αλλά απλώς παρουσιάζεται με καθυστέρηση.
Απόν πένθος- φαίνεται να υπάρχει άρνηση, χωρίς καμία ανοιχτή έκφραση πένθους.
Χρόνιο πένθος- παρατεταμένο πένθος, χωρίς ενδείξεις βελτίωσης, το οποίο χαρακτηρίζεται από υψηλό επίπεδο άγχους και ενοχής.
Ανεπίλυτο πένθος- παρατεταμένο πένθος, αλλά με κάποιες ενδείξεις βελτίωσης.
Ανεσταλμένο πένθος- στο οποίο το άτομο είναι πλήρως ανήμπορο να μιλήσει για την απώλεια.
Σε αντίθεση με τις συνήθεις ψυχολογικές συμβουλές, κάποιοι ερευνητές έχουν διαπιστώσει ότι όταν αντιμετωπίζει κάποιον τον θάνατο ενός αγαπημένου προσώπου, μπορεί να είναι καλύτερο να αποφεύγει να σκέφτεται υπερβολικά το γεγονός και να κάνει διαρκώς προσπάθειες να του προσδώσει κάποιο νόημα. Αυτό μπορεί να ισχύει ιδιαίτερα για τις περιπτώσεις όπου ο νεκρός ήταν νεαρής ηλικίας και η κατανόηση του θανάτου του είναι εξαιρετικά δύσκολη» (σελ. 726-727).
Επίσης, στην περίπτωση ενός αναμενόμενου θανάτου υπάρχει και το προκαταβολικό πένθος, που ακολουθεί το ίδιο μοτίβο των αντιδράσεων που εκδηλώνονται μετά την έλευσή του. Κατά την περίοδο αναμονής, ο άνθρωπος που θα μείνει πίσω έχει την ευκαιρία να αποδεσμευτεί συναισθηματικά από τον ετοιμοθάνατο. Ωστόσο, υπάρχουν και έρευνες που δείχνουν ότι τα άτομα που γνωρίζουν ότι θα χάσουν ένα αγαπημένο τους πρόσωπο συνδέονται ακόμη πιο έντονα μαζί του, με αποτέλεσμα να είναι πιο δύσκολος ο αποχωρισμός στη συνέχεια.
Πηγή:
DiMatteo, R.M. & Martin, L.R. (2011). Εισαγωγή στην Ψυχολογία της Υγείας. Εκδόσεις Πεδίο.
Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.
Τα πειράματα του Milgram και του Zimbardo
Η οπτική της κοινωνικής ψυχολογίας

Τα πειράματα υπακοής στην αυθεντία του Milgram και η προσομοίωση της φυλακής του Stanford από τον Zimbardo είναι δύο από τα πιο γνωστά πειράματα στον χώρο της κοινωνικής ψυχολογίας.
Στο πείραμα του Milgram οι συμμετέχοντες δέχθηκαν να χορηγήσουν ηλεκτροσόκ σε άλλους συμμετέχοντες (που ήταν πειραματικοί συνεργοί) κάθε φορά που οι τελευταίοι έδιναν λανθασμένη απάντηση σε ένα μαθησιακό έργο. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρχε έντονη πίεση από τον ερευνητή- επιστήμονα. Το αποτέλεσμα ήταν ότι τα άτομα- συμμετέχοντες έφτασαν να χορηγούν ηλεκτροσόκ σε άλλα άτομα σε υψηλή ένταση χωρίς να τους απασχολεί αν κινδυνεύει η υγεία τους και η ζωή τους από αυτό. Ουσιαστικά εμπιστεύτηκαν την παρακίνηση του επιστήμονα: αφού το λέει ο επιστήμονας είναι και σωστό.
Στο πείραμα του Zimbardo, έγινε προσομοίωση μιας φυλακής όπου οι μισοί συμμετέχοντες είχαν τον ρόλο του φυλακισμένου και οι άλλοι μισοί είχαν τον ρόλο του δεσμοφύλακα. Πολύ γρήγορα παρατήρησαν ότι και οι δύο πλευρές υιοθέτησαν τα χαρακτηριστικά και τις συμπεριφορές του ρόλου που τους είχαν δώσει: έτσι οι δεσμοφύλακες ήταν βίαιοι, με εξουσιαστική συμπεριφορά απέναντι στους φυλακισμένους και οι φυλακισμένοι ήταν βίαιοι και με επιθετική συμπεριφορά απέναντι στους δεσμοφύλακες.
Τα δύο αυτά πειράματα αποκαλύπτουν την σκοτεινή πλευρά των ανθρώπων, τα όρια της ανθρώπινης συμπεριφοράς… πόσο ακραίες συμπεριφορές μπορεί να εμφανίσει το άτομο στο όνομα της υπακοής ή της συμμόρφωσης; Πόσο ακραίες συμπεριφορές μπορεί να εμφανίσει το άτομο γνωρίζοντας ότι έχει ένα συγκεκριμένο ρόλο; Ο Zimbardo περιέγραψε τη συμπεριφορά των φυλακισμένων και των δεσμοφυλάκων με τον όρο: «φαινόμενο του Εωσφόρου». Πώς μπορούν να μεταμορφωθούν σε τέρατα άτομα που μέχρι τότε δεν είχαν εκδηλώσει τέτοιου είδους συμπεριφορές; Πώς γίνεται φυσιολογικοί άνθρωποι τοποθετημένοι σε μια ιδιότυπη κατάσταση, να συμμορφώνονται με τους κοινωνικούς ρόλους που τους έχουν δώσει; Επίσης, πρόκειται για απεξατομίκευση, καθώς τα άτομα ανήκουν σε δύο ομάδες και έτσι χάνουν την ατομικότητά τους και τη μοναδικότητά τους. Συμμορφώνονται στις απαιτήσεις του νέου κοινωνικού τους ρόλου.
Τα πειράματα αυτά δείχνουν τον ρόλο που παίζει η διάχυση της ευθύνης, καθώς στη μια περίπτωση ο συμμετέχων μοιράζεται την ευθύνη με τον ερευνητή που δίνει τις εντολές και στη δεύτερη περίπτωση ο συμμετέχων μοιράζεται την ευθύνη με τους υπόλοιπους συμμετέχοντες. Επίσης, το σύγχρονο υποκείμενο αποτελεί μια ψυχολογική ύπαρξη, ένα υποκείμενο των επιστημών, που ήταν επηρεασμένο από το ακαδημαϊκό αναστοχαστικό βλέμμα.
Πηγή:
Vincent Yzerbyt & Olivier Klein. 2022. Κοινωνική Ψυχολογία. Ψυχολογικές προεκτάσεις. Εκδόσεις Πεδίο.
Jan de Vos. Ψυχολογία και ψυχολογιοποίηση: Μια κριτική των πειραμάτων του Milgram και του Zimbardo. Στο βιβλίο «Επανορίζοντας το ψυχοκοινωνικό. Κείμενα Κριτικής Κοινωνικής Ψυχολογίας». Εκδόσεις Επίκεντρο.
Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.
Προσωποκεντρική προσέγγιση του Rogers
Ο Rogers γεννήθηκε στις αρχές του 1900 στο Σικάγο και μετά τις πρώτες σπουδές του στη θεολογία, ασχολήθηκε με σπουδές πάνω στο αντικείμενο της ψυχολογίας. Απέκτησε διδακτορικό δίπλωμα στην κλινική ψυχολογία και για χρόνια εργάστηκε σε ινστιτούτα για παιδιά με παραβατικές συμπεριφορές. Ίδρυσε ένα Πανεπιστημιακό Κέντρο Συμβουλευτικής στο Σικάγο, όπου ανέπτυξε και εφάρμοσε την ψυχοθεραπευτική του προσέγγιση, θέτοντας τα θεμέλια της θεραπείας που επικεντρώνεται στον πελάτη. Η θεωρία του Rogers αφορά τη δομή της προσωπικότητας του ατόμου και τα κίνητρα για αλλαγή, οδηγώντας στη δυνατότητα εφαρμογής των ιδεών σε ένα ευρύ πλαίσιο (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2012).

Βασικά σημεία της Θεωρίας του Rogers
Κύρια έννοια για τον Rogers είναι η ορμή προς την αυτοπραγμάτωση, που αντανακλά την ανάγκη του ατόμου να αναπτυχθεί και να επεκτείνει την εμπειρία του με πολύπλοκους και δημιουργικούς τρόπους κατά τη διαδικασία της ωρίμανσης. Η ορμή αυτή αποτελεί τη βασική πηγή για τα ψυχικά κίνητρα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ενώ η συμπεριφορά του ατόμου διαμορφώνεται μέσα σε ένα πραγματικό πλαίσιο. Η πραγματικότητα του ατόμου δημιουργείται μέσα από τον τρόπο που το άτομο αντιλαμβάνεται την πραγματικότητα και από αυτά που το άτομο θεωρεί ως πραγματικότητα. Βασικός στόχος του ατόμου είναι να φτάσει στην αυτοπραγμάτωση με βάση την πραγματικότητα που αντιλαμβάνεται (Ποταμιάνος & συν., 2002). Ο εαυτός βρίσκεται σε μια διαρκή διαδικασία για διαμόρφωση και αναδιαμόρφωση. Η αίσθηση που αναπτύσσει το άτομο για τον εαυτό του, εξαρτάται από εμπειρίες του παρελθόντος, από την τρέχουσα κατάσταση καθώς και από τις προσδοκίες του ατόμου για το μέλλον (Bennett, 2010. Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2012).
Το άτομο κινείται με βάση την αυτοπραγμάτωση, αλλά για να μπορέσει να την αναπτύξει χρειάζεται μια θετική εκτίμηση από τους άλλους. Όταν το άτομο στηρίζεται στις αντιλήψεις των άλλων μπορεί να οδηγηθεί σε μια παραμορφωμένη εικόνα σχετικά με τον εαυτό του και την πραγματικότητά του. Σε μια τέτοιου είδους κατάσταση το άτομο μπορεί να αντιδράσει στην πίεση που βιώνει, με το μηχανισμό της θετικής αυτοεκτίμησης, που συμβάλλει στη μείωση της σημασίας που έχει η εκτίμηση των άλλων και στην υπερίσχυση της θετικής γνώμης του ατόμου για τον εαυτό του. Αν το περιβάλλον είναι αντίθετο στην επιδοκιμασία της αυτοεκτίμησης του ατόμου, τότε το άτομο μπορεί να φτάσει στην εκδήλωση της ψυχικής διαταραχής. Το άτομο για να μπορέσει να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που εμφανίζονται διαμορφώνει ένα προσωπικό σύστημα αξιών, το οποίο καθορίζεται από εσωτερικά κίνητρα (Ιωσηφίδη & Ιωσηφίδης, 2012. Μαλικιώση- Λοΐζου, 1999. Νέστορος & Βαλλιανάτου, 1996).
Η ασυμφωνία ανάμεσα στην εμπειρία του ατόμου και στον εαυτό του αποτελεί τον βασικό λόγο που οδηγεί στην εμφάνιση ψυχικών διαταραχών. Η παραμόρφωση της εικόνας του ατόμου για τον εαυτό του, καθώς και η σύγκρουση ανάμεσα στις αξίες κι τις πράξεις, οδηγούν στην εμφάνιση άγχους, που λειτουργεί ως αμυντικός μηχανισμός, που οδηγεί το άτομο σε μια διαστρεβλωμένη συνείδηση που εμποδίζει το άτομο από την αντίληψη της πραγματικότητας (Νέστορος & Βαλλιανάτου, 1996). Η έλλειψη συμβατικότητας ανάμεσα στους δύο εαυτούς (πραγματικός και ιδανικός εαυτός) μπορεί να προέρχεται από την παιδική ηλικία του ατόμου και την στάση των γονέων απέναντι στο παιδί ή και σε μετέπειτα φάσεις της ζωής του ατόμου (Bennett, 2010).
Η συμβολή του Rogers στην Κλινική Ψυχολογία
Η προσωποκεντρική προσέγγιση δίνει έμφαση στον θεραπευόμενο, καθώς θεωρεί ότι το άτομο μπορεί να κάνει αλλαγές στη ζωή του και έχει μια έμφυτη τάση για αυτοπραγμάτωση. Ωστόσο, στη θεραπευτική διαδικασία σημαντικό ρόλο παίζει και ο θεραπευτής, που είναι υπεύθυνος για τη δημιουργία της κατάλληλης συμβουλευτικής και θεραπευτικής σχέσης και τη δημιουργία κατάλληλων συνθηκών. Πρόκειται για μια μη κατευθυντική προσέγγιση που εξελίσσεται διαρκώς, ενώ στο επίκεντρο βρίσκεται το άτομο. Η έλλειψη εμπειρίας και ικανότητας του θεραπευτή μπορεί να οδηγήσει σε αναποτελεσματικότητα της θεωρίας (Cain, 2007. Ποταμιάνος & συν., 2002. Rogers, 1957). Για την ανάπτυξη της θεραπευτικής/ συμβουλευτικής σχέσης απαιτείται η επαφή ανάμεσα σε δύο τουλάχιστον άτομα, όπου το ένα άτομο είναι ο πελάτης που βρίσκεται σε κατάσταση ασυμβατότητας, ευαλωτότητας και άγχους, ενώ το άλλο άτομο είναι ο θεραπευτής που βρίσκεται σε κατάσταση συμβατότητας σε αυτή τη σχέση. Επιπλέον, η άνευ όρων αποδοχή και ο σεβασμός του πελάτη καθώς και η ενσυναίσθηση παίζουν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συμβουλευτικής σχέσης (Ποταμιάνος & συν., 2002). Η συγκεκριμένη προσέγγιση υποστηρίζει ότι οι ανθρώπινες υπάρξεις έχουν μια ενεργητική τάση που χαρακτηρίζεται από την ικανότητα του ατόμου για αυτοκαθορισμό μέσα από την επεξεργασία των εμπειριών που βιώνει το άτομο (Kirschenbaum & Jourdan, 2003. Warner, 2000).
Η ιδιαίτερη σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα στο θεραπευτή και τον πελάτη αποτελεί την βάση της επιτυχίας και αποτελεσματικότητας της θεραπείας. Η εμπιστοσύνη, η ασφάλεια και η τίμηση που νιώθει ο πελάτης από την πλευρά του θεραπευτή οδηγούν στη μείωση των αντιστάσεων και στην αναγνώριση των βιωμάτων, των εμπειριών και των συναισθημάτων του. Η θεραπευτική/ συμβουλευτική σχέση που αναπτύσσεται δεν στηρίζει μόνο τη διαδικασία διερεύνησης των εμπειριών και του εαυτού, αλλά συμβάλλει στη διευκόλυνση αυτής της διαδικασίας (Ποταμιάνος & συν., 2002).
Πηγές:
Bennett, P. (2010). Κλινική ψυχολογία και ψυχοπαθολογία. (Επιμ. Α. Καλαντζή- Αζίζι & Γ. Ευσταθίου). Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο.
Cain, D.J. (2007). What every therapist should know, be and do: Contributions from humanistic psychotherapies. Journal of Contemporary Psychotherapy, 37(3), 3-10.
Ιωσηφίδη, Π., & Ιωσηφίδης, Ι. (2012). Η προσωποκεντρική προσέγγιση του C. Rogers. Στο βιβλίο των Γ. Ποταμιάνου & Φ. Αναγνωστόπουλου (Επιμ.), Προσωπικότητα: Θεωρίες, Κλινική Πρακτική και Έρευνα (σσ. 299- 348). Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
Kirschenbaum, H. & Jourdan, A. (2003). The current status of Carl Rogers and the person-centered approach. Psychotherapy: Theory, Research, Practice, Training, 42 (1), 37-51.
Μαλικιώση- Λοΐζου, Μ. (1999). Συμβουλευτική Ψυχολογία. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.
Νέστορος, Ι.Ν. & Βαλλιανάτου, Ν.Γ. (1996). Συνθετική Ψυχοθεραπεία με στοιχεία ψυχοπαθολογίας. Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Ποταμιάνος, Γ.Α. & συν. (2002). Θεωρίες Προσωπικότητας και Κλινική Πρακτική. Αθήνα: Εκδόσεις Ελληνικά Γράμματα.
Rogers, C. (1957). The necessary and sufficient conditions of therapeutic personality change. Journal of Consulting Psychology, 21 (3), 95- 104.
Warner, M.S. (2000). Person-centered psychotherapy: One nation, many tribes. The Person-Centered Journal, 7 (1), 28- 39.
Κουραβάνας Νικόλαος & Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.