Τρίτη 23 Μαΐου 2023

Κοπιώδης έλεγχος και η Ανάπτυξη της Συνείδησης

Σημαντικά βήματα έχουν γίνει για την κατανόηση του ρόλου της ιδιοσυγκρασίας στην ικανότητα των ανθρώπων να ασκούν επιρροή ή να ρυθμίζουν τα δικά τους συναισθήματα και τις πράξεις τους.


 

Η ψυχολόγος Mary Rothbart και οι συνάδελφοί της για παράδειγμα, διατείνονται ότι χρειάζεται μια συγκεκριμένη ψυχολογική ιδιότητα για τη ρύθμιση των συναισθημάτων και των πράξεών μας. Αυτή είναι μια ιδιότητα που αποκαλούν κοπιώδη έλεγχο. Οι άνθρωποι συχνά χρειάζεται να σταματήσουν να κάνουν ένα πράγμα έτσι ώστε να κάνουν κάτι άλλο. Ένα άτομο μπορεί να σταματήσει να βλέπει τηλεόραση για να αρχίσει να μελετάει, να σταματήσει να μιλάει σε ένα φίλο για να δώσει προσοχή στον καθηγητή, να σταματήσει να τρώει ντόνατς για να χάσει βάρος.

Ο κοπιώδης έλεγχος αναφέρεται σε αυτή την ικανότητα. Είναι η ικανότητα να απωθούμε μια κυρίαρχη αντίδραση, έτσι ώστε να εκδηλώσουμε μια λιγότερο επικρατούσα αντίδραση. Ένα γνώρισμα της έρευνας πάνω στον κοπιώδη έλεγχο που την καθιστά ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για τη θεωρία της προσωπικότητας είναι η ενδεχόμενη σχέση ανάμεσα στις διεργασίες του κοπιώδους ελέγχου και στην ανάπτυξη μιας ψυχολογικής ικανότητας που έχει τραβήξει την προσοχή των θεωρητικών του κλάδου από την εποχή του Φρόυντ. Αυτή η ικανότητα είναι η ηθική συνείδηση ή αυτό που ο Φρόιντ αποκαλούσε λειτουργία του Υπερεγώ. Είναι η ικανότητα προσκόλλησης σε κοινωνικές νόρμες μέσω της εσωτερίκευσης ηθικών και δεοντολογικών προδιαγραφών για τη συμπεριφορά.

Το βασικό ερώτημα που απευθύνει η σύγχρονη έρευνα είναι ένα ερώτημα με το οποίο ασχολήθηκε και ο Φρόυντ: τι καθορίζει την ανάπτυξη της αίσθησης της συνείδησης; Γιατί οι άνθρωποι διαφέρουν στον βαθμό προσκόλλησης στις κοινωνικές νόρμες και τους περιορισμούς;

Επιχειρώντας να απαντήσει στο ερώτημα αυτό, ο Φρόυντ επικεντρώθηκε στην εμπειρία του παιδιού με τους γονείς και της σχέσης που αναπτύσσεται. Εναλλακτικά, θα μπορούσαμε να εξετάσουμε τις διαφορές στα κληρονομικά χαρακτηριστικά. Μια τρίτη και πιο ενδιαφέρουσα πιθανότητα είναι ότι τόσο τα κληρονομικά χαρακτηριστικά όσο και η επίδραση των γονέων επηρεάζουν από κοινού το επίπεδο συνείδησης του παιδιού. Αυτή η τρίτη πιθανότητα διερευνήθηκε από τους Grazyna Kochanska και τους συνεργάτες της.

 

Οι Kochanska και Knaack (2003), εξέτασαν τις σχέσεις ανάμεσα:

1ον στον κοπιώδη έλεγχο,

2ον στην ανάπτυξη της συνείδησης και

3ον σε μια συγκεκριμένη πτυχή της φροντίδας των παιδιών από τους γονείς, στον βαθμό δηλαδή στον οποίο οι μητέρες επιβάλουν με τη βία την εξουσία τους στην επικοινωνία τους με τα παιδιά.

 Το παιδί με αυταρχικούς γονείς ενδέχεται να μην εσωτερικεύσουν κανόνες για την κατάλληλη κοινωνική συμπεριφορά. Οι Kochanska & Knaack υπέθεσαν ότι αυτό μπορεί να συμβεί για λόγους που αφορούν τον κοπιώδη έλεγχο. Παιδιά με αυταρχικούς γονείς υπάρχει πιθανότητα να αποτύχουν να αναπτύξουν τις δεξιότητες αυτοελέγχου, οι οποίες τα καθιστούν ικανά να ρυθμίζουν ανεξάρτητα τη συμπεριφορά τους.

Τα ευρήματα της έρευνας τεκμηρίωσαν τις προβλέψεις όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο η αυταρχική συμπεριφορά των γονέων και ο κοπιώδης έλεγχος συμβάλλουν στην ανάπτυξη της συνείδησης.

Τα ευρήματα γίνονται περισσότερο κατανοητά με μια σειρά βημάτων:

Η επιβολή από τις μητέρες της γονικής εξουσίας διαπιστώθηκε πόσο προβλέπει τις ατομικές διαφορές στην ποιότητα του κοπιώδους ελέγχου. Σε έναν πολύ σημαντικό βαθμό οι πιο αυταρχικές μητέρες είχαν παιδιά λιγότερο ικανά να επιτύχουν στις μετρήσεις του κοπιώδους ελέγχου.

Ο κοπιώδης έλεγχος προέβλεπε τις ατομικές διαφορές στη συνείδηση για μια ακόμη φορά. Επρόκειτο για αρκετά ξεκάθαρο αποτέλεσμα σε πολύ σημαντικό βαθμό. Τα παιδιά που επιδείκνυαν μεγαλύτερη ικανότητα για κοπιώδη έλεγχο επέδειξαν χρόνια αργότερα μια υψηλότερη αίσθηση συνείδησης.

Τέλος, οι παραλλαγές στον κοπιώδη έλεγχο εξήγησαν τη σχέση ανάμεσα στη συμπεριφορά των γονέων και στην ανάπτυξη της συνείδησης. Στατιστικές αναλύσεις απέδειξαν ότι ο κοπιώδης έλεγχος μετρίασε τις συνέπειες που είχε η συμπεριφορά των γονέων.

 

Πηγή:

Cervone & Pervin, 2013. Θεωρίες προσωπικότητας. Έρευνα και εφαρμογές. Αθήνα: Gutenberg, σελ. 420-422.

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.

Συνεσταλμένα και μη συνεσταλμένα παιδιά

Μια ιδιαίτερα αξιοσημείωτη κατεύθυνση έρευνας πάνω στις βιολογικές βάσεις της ιδιοσυγκρασίας είναι του Kagan, ερευνητή του Harvard.

Ο Jerome Kagan έλαβε υπόψη τους ισχυρισμούς του Γαληνού ότι ο καθένας από μας κληρονομεί μια ιδιοσυγκρασία βασισμένη στην ιδιοσυστασία ή στη φυσιολογία. Αξιοποιώντας σύγχρονες γνώσεις πάνω στην νευροανατομία, ξεκίνησε να εντοπίζει τις νευρωνικές βάσεις των ατομικών διαφορών στο συναίσθημα και στη συμπεριφορά.

 

Ο Kagan παρατήρησε τα παιδιά άμεσα, συνήθως σε εργαστηριακά περιβάλλοντα αντί απλώς να ζητάει από τους γονείς να αναφέρουν τα χαρακτηριστικά των παιδιών τους. Στη βάση αυτών των παρατηρήσεων εντυπωσιάστηκε από ότι φαινόταν να είναι δύο σαφέστατα καθορισμένα προφίλ στην ιδιοσυγκρασία: τα συνεσταλμένα και τα μη συνεσταλμένα ιδιοσυγκρασιακά προφίλ.

Το συνεσταλμένο παιδί αντιδρά στα άγνωστα πρόσωπα ή γεγονότα με συστολή, αποφυγή και άγχος. Του χρειάζεται περισσότερος καιρός να νιώσει άνετα σε καινούργιες καταστάσεις και έχει περισσότερο ασυνήθιστους φόβους και φοβίες.

Αντίθετα το μη συνεσταλμένο παιδί φαίνεται να απολαμβάνει αυτές ακριβώς τις ίδιες καταστάσεις που φαίνονται τόσο αγχογόνες στο συνεσταλμένο παιδί. Αντί να είναι δειλό και φοβισμένο, το μη συνεσταλμένο παιδί ανταποκρίνεται με αυθορμητισμό σε καινούργιες καταστάσεις γελώντας και χαμογελώντας εύκολα.

Τα βρέφη κληρονομούν διαφορές στη βιολογική λειτουργία που τα καθιστούν περισσότερο ή λιγότερο αντιδραστικά στις καινούργιες καταστάσεις και αυτές οι κληρονομικές διαφορές τείνουν να είναι σταθερές κατά την ανάπτυξη. Σύμφωνα με την υπόθεση αυτή, τα βρέφη που παρουσιάζουν εκ γενετής υψηλό επίπεδο αντίδρασης στο καινούργιο γίνονται συνεσταλμένα, ενώ εκείνα με χαμηλό επίπεδο αντίδρασης γίνονται μη συνεσταλμένα.

 

Για να ελέγξει εμπειρικά αυτή την υπόθεση, ο Kagan έφερε βρέφη 4 μηνών στο εργαστήριο και βιντεοσκόπησε τη συμπεριφορά τους, ενώ εξετίθεντο σε οικία και σε καινούργια ερεθίσματα (στο πρόσωπο της μητέρας, στη φωνή μιας άγνωστης γυναίκας σε πολύχρωμα μόμπιλ που πηγαινοέρχονται πέρα δώθε, σε ένα μπαλόνι που σκάει). Οι βιντεοταινίες στη συνέχεια μετρήθηκαν όσον αφορά τις αντιδράσεις των βρεφών, όπως το μάζεμα της πλάτης, το ξαφνικό τίναγμα των μελών και του κλάμα.

Το 20% περίπου των βρεφών χαρακτηρίστηκαν υπερ-αντιδραστικά, διακρινόμενα από μάζεμα της πλάτης, έντονο κλάμα και δυστυχισμένη έκφραση στο πρόσωπο ως αντίδραση σε καινούργια ερεθίσματα. Αντίθετα, τα βρέφη με χαμηλό επίπεδο αντίδρασης, το 40% περίπου της ομάδας εμφανίζονταν ήρεμα και χαλαρά μπροστά στα καινούργια ερεθίσματα. Τα υπόλοιπα βρέφη γύρω στο 40% εκδήλωσαν διάφορους συνδυασμούς αντίδρασης.

Για να προσδιορίζει το κατά πόσο, όπως είχε προβλεφθεί, τα βρέφη με υψηλό επίπεδο αντίδρασης, θα γίνονταν συνεσταλμένα παιδιά και τα παιδιά με χαμηλό επίπεδο αντίδρασης μη συνεσταλμένα, ο Kagan μελέτησε εκ νέου τα παιδιά όταν ήταν 14 μηνών, 21 μηνών και 4,5 ετών. Για μια ακόμη φορά τα παιδιά πήγαν στο εργαστήριο και εκτέθηκαν σε καινούργιες άγνωστες καταστάσεις (φώτα που αναβοσβήνουν, μια κούκλα κλόουν που παίζει τύμπανο, ένας άγνωστος με μια άγνωστη στολή, ο θόρυβος πλαστικών σφαιρών καθώς περιστρέφονται σε έναν τροχό στις 2 πρώτες ηλικίες, ενώ στην επόμενη ηλικία συνάντηση με έναν άγνωστο ενήλικα και άγνωστα παιδιά).

Διαπιστώθηκε συνέπεια ανάμεσα στα αρχικά προφίλ αντιδραστικότητας και τα μεταγενέστερα προφίλ των συνεσταλμένων και μη συνεσταλμένων τύπων; Ο Kagan ισχυρίζεται πως ναι. Έτσι, τα βρέφη με υψηλό επίπεδο αντίδρασης παρουσίασαν μεγαλύτερο φόβο, επιτάχυνση των καρδιακών παλμών και αυξημένη αρτηριακή πίεση μπροστά στο άγνωστο στην ηλικία των 14 και 21 μηνών, περισσότερο από ότι τα βρέφη με χαμηλό επίπεδο αντίδρασης. Και τέτοιες διαφορές διατηρήθηκαν και στην μεταγενέστερη διαδικασία στην ηλικία των τεσσεράμισι ετών.

Στο σημείο αυτό διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά που ως βρέφη ήταν πολύ αντιδραστικά, χαμογελούσαν και μιλούσαν λιγότερο με τον άγνωστο ενήλικα και ήταν πιο ντροπαλά με αγνώστους συνομηλίκους από ότι τα παιδιά που είχαν χαμηλό επίπεδο αντίδρασης ως βρέφη. Περαιτέρω έλεγχοι στο όγδοο έτος της ηλικίας έδειξαν συνεχιζόμενη συνέπεια με την πλειοψηφία των παιδιών που είχαν υπαχθεί σε κάθε ομάδα στην ηλικία των 4 μηνών, να εξακολουθούν να ανήκουν στην ίδια ομάδα.

 

Ανακεφαλαιώνοντας υπήρχαν σημαντικά στοιχεία που συνηγορούσαν υπέρ της σταθερότητας στην ιδιοσυγκρασία και ενδείξεις για μια πιθανή βιολογική βάση αναφορικά με τις συγκεκριμένες διαφορές στην ιδιοσυγκρασία. Όπως θα παρατηρήσουμε παρακάτω σε αυτό το κεφάλαιο αργότερα παρουσιάστηκαν και επιπρόσθετα στοιχεία για διαφορές στη βιολογική λειτουργία, μολονότι παρατηρείται διαχρονική συνέπεια στην ιδιοσυγκρασία παρατηρούνται και ενδείξεις αλλαγής. Πολλά βρέφη με υψηλό επίπεδο αντίδρασης δεν παρουσίασαν συνέπεια όσον αφορά το φόβο. Η αλλαγή σε αυτά τα παιδιά φαινόταν ιδιαίτερα συνδεδεμένη με μητέρες, οι οποίες από τη μια δεν ήταν υπερπροστατευτικές και από την άλλη είχαν λογικές απαιτήσεις από αυτά. Και κάποια από τα βρέφη με χαμηλό επίπεδο  έχασαν το χαλαρό ύφος που είχαν.

Σύμφωνα με τον Kagan, οποιαδήποτε προδιάθεση που μας χαρίζεται από τη γενετική μας προίκα απέχει πολύ απ το να χαρακτηριστεί ως ισόβια δεσμά, δεν υπάρχει μια αναπόφευκτη έκβαση στην προσωπικότητα του ενήλικα που να πηγάζει από την ιδιοσυγκρασία του ως βρέφους. Επομένως, «είναι πολύ δύσκολο κάποιος να αλλάξει την κληρονομική του προδιάθεση εντελώς».

 

Πηγή:

Cervone & Pervin, 2013. Θεωρίες προσωπικότητας. Έρευνα και εφαρμογές. Αθήνα: Gutenberg, σελ. 410-420.

 

Κουραβάνας Νικόλαος- Παπαδοπούλου Ελένη, Ψυχολόγοι, MSc.